United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο θάνατός μου ας πέση επί σε και τους αδελφούς σου!». Την στιγμήν εκείνην η Λίγεια εισήλθεν, επλησίασε προς τον Κρίσπον με πρόσωπον εμπνευσμένον, και ως ηχώ άλλης τινός φωνής, είπεν: — Κρίσπε! ας τον φυλάξωμεν μεταξύ μας και ας μη τον αφήσωμεν, μέχρις ότου ο Χριστός του αποδώση την υγείαν. — Ας γίνη, όπως επιθυμείς. Εις τον Βινίκιον η ταχεία αύτη υποταγή του Κρίσπου έκαμε βαθείαν εντύπωσιν.

Με τας χείρας της τον έλαβεν από τους κροτάφους, προσεπάθησε να τον ανασηκώση, αλλ' εις την προσπάθειαν ταύτην έκυψε προς αυτόν, ώστε τα χείλη της έψαυσαν την κόμην του Βινικίου. Προς στιγμήν επάλαισαν καθ' εαυτών και κατά του έρωτος, όστις τους ώθει τον ένα προς τον άλλον. Τέλος η Λίγεια εσηκώθη και έφυγεν.

Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν: — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου. Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη: — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .

Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια. Την απώθησε και της είπε: — Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω. Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε: — Σήκωσε τον πέπλον μου . . .

Τώρα εκείνη ήτο εκεί, ερυθριώσα, ωχριώσα, με έκπληξιν και φόβον εις τους οφθαλμούς οίτινες διηρώτων τι συμβαίνει. Εκείνη δεν είδε παρά βλέμματα φωτεινά και πλήρη αγαθότητος. — Ο απόστολος Πέτρος την επλησίασε και είπε: — Λίγεια, τον αγαπάς ακόμη; Επηκολούθησε στιγμή σιωπής.

Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο. — Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . . Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την θλίψιν του έμπροσθέν της.

Εισήγαγε πάλιν την κεφαλήν του εις την εστίαν διά να υποδαυλίση τους άνθρακας, επί των οποίων είχε ρίψει προηγουμένως ξύλα, έπειτα εξήγαγεν αυτήν και είπε: Μεταξύ μας δεν υπάρχουν δούλοι. Ο Βινίκιος ηρώτησε: — Πού είνε η Λίγεια; — Μόλις εξήλθεν· εγώ θα βράσω το πρόγευμά σου. Εκείνη ηγρύπνησεν όλην την νύκτα πλησίον του. — Διατί δεν την αντικατέστησες συ;

Εάν αναγνώσης ποτέ την επιστολήν μου, θα αναγνωρίσης πόσον το πνεύμά σου έγεινεν αδιάφορον προς παν ό,τι δεν είναι η Λίγεια, μέχρι τίνος βαθμού περί αυτής και μόνης μεριμνάς, πώς αυτήν μόνην σκέπτεσαι αδιαλείπτως, πώς ο νους σου περιίπταται περί αυτήν, όπως ο ιέραξ περί την λείαν, την οποίαν εποφθαλμιά. »Ναι.

Ενθυμούμαι όμως ότι πολλάκις ύστερον την είχα συναντήσει έν τινι μεγάλη και αρχαία πόλει ηρειπωμένη παρά τας όχθας του Ρήνου. Περί των γονέων της μου είχε νομίζω κάμει λόγον, διότι κατήγοντο, ως ενθυμούμαι, εξ αρχαίου γένους. Λίγεια! Λίγεια!

Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων. Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη. Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.