United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χωράφι του παππού ήτο φραγμένον πέρα και πέρα επάνω εις την ρεματιών όλον με καλαμιές, και η Φωτεινή γρήγορα έμαθε να πλέκει καλάθια ωραιότατα με πολύ λεπτά κλαδάκια λυγαριάς και με καλάμια. Προσεκτική, καθώς ήτο, κατόρθωσε μάλιστα με τα επιτήδειά της χεράκια να πλέξη καλάθια πολύ μικρά με ξεχωριστήν λεπτότητα και τέχνην.

Έν άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ και άλλοι. ΓΟΝΖ. Μα τον θεό, Κύριε, δεν ημπορώ να περπατήσω περισσότερο· μου πονούν τα παληά κόκκαλά μου· τούτος ο δρόμος αληθινά πλέκει γύραις σε λαβύρινθο δίχως άκρη! κάμε υπομονή, πρέπει εξ ανάγκης να ησυχάσω.

Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση αναποδογυρίζει τις θάλασσες. — Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι! Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον.

Τόρα λοιπόν άραγε δεν θα θελήσωμεν πάλιν να ερευνήσωμεν και αυτήν κατά το παράδειγμα της υφαντικής, αφού πλέον και όλα τα άλλα είδη όσα υπάρχουν εις την πόλιν εξηγήθησαν; Νέος Σωκράτης. Πολύ μάλιστα. Ξένος. Τότε λοιπόν πρέπει, καθώς φαίνεται, να ομιλήσωμεν διά την βασιλικήν πλεκτικήν, τι είδους είναι και με ποίον τρόπον πλέκει και τι φόρεμα μας κατασκευάζει. Νέος Σωκράτης. Αυτό είναι φανερόν.

Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πούν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίζει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια, κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.

Κόβει στο ρέμμα λυγαριές και πλέκει κανίστρες και κοφίνια για τον τρύγο. Κεντά αγκλίτσες για τους τσελιγκάδες, μπαστούνια για τους προεστούς, δεκανίκια για τις γριές, φλογέρες για τους πιστικούς και για τα βοσκαρούδια σουραύλια. Άμα συνάξη αρκετά, φορτώνει το γαϊδουράκι του και πηγαίνει κάτου στο χωριό να τα ξεκάμη. Έχει μια ωρισμένη θέση στο παζάρι κ' εκεί ξεφορτώνει.

Ξεκινά μόνη της διά το εσωτερικόν της Ανατολής, όπου ζωγραφίζει εξωκλήσια και όταν της χρειάζονται στεφάνια διά τον γάμον της, τα πλέκει μόνη της από άνθη του αγρού. Προ πάντων δεν ανέχεται το ψεύδος. Την ζωήν της θέλει γεμάτην από αλήθειαν, σπαρμένην από άνθη ειλικρίνειας.

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν;

« Ήλθε καιρός να πάρωμε «'Σ την πλάτη το τουφέκι, » Και γιαταγάνιτο πλευρό, » Πιστόλιατο σελιάχι, » Και 'ςτά ποδάρια μας φτερά... » Πού ξέρουμε τι θάχη » Η μαύρη μοίρα μας γραφτά, » Ποιος 'ξέρει πού μας πλέκει