United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψη εφτά χρόνια πιστά κι' ύστερα να πάρη εκατό φλωριά και να γυρίση στον τόπο του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός του. Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του. Όποιο θέλεις από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, θέλεις τη συμβουλή.

Τον ηκολούθουν εις όλα και εις την εργασίαν του αυτήν, τω συνέβη δε πολλάκις να κύπτη επί ώραν προ συνταγής αφηρημένος, χωρίς να δύναται να φέρη αυτήν εις πέρας, προς μεγάλην απορίαν της γραίας υπηρετρίας του, αγνοούσης που ν' αποδώση την αλλοφροσύνην του αυτήν. Χριστέ και Παναγιά! Τι έπαθε τ' αφεντικό μου· έλεγε πότε πότε.

Το μικρό σου αφεντικό θέλει να μένει η Γκριζέντα στο σπίτι, να μην περπατάει πια ξυπόλητη, να μην πάει πια στο ποτάμι να πλένει. Εγώ πρέπει να κάνω την υπηρέτρια, αλλά το κάνω με ευχαρίστηση επειδή είναι για την ευτυχία των παιδιών….» «Κύριε ελέησοναναστέναξε ο Έφις. «Αφήστε με κυρά Ποτόι.

Και το βασιλόπουλο από τι τρελλάθηκε; ΥΠΗΡΕΤΗΣΠολλά με ρωτάς, Μπάρμπ-Αργύρη! Ξέρω 'γω. Από έρωτα θα τρελλάθηκε κι' αυτό. Όλοι από τον έρωτα τρελλαίνονται σ' αυτόν τον κόσμο. Δεν μου λες αλήθεια; Θαρθή τ' αφεντικό σου στην παράσταση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν ξέρω. Σε λίγο. Άκου να σου πω. Ποια ήτανε η κυρία που σου μιλούσε προτήτερα στην πόρτα;

Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.

Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια! Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε! Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια. Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μάτην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Οι συγγένισσές της την καλούσαν από τις καλύβες: «Γκριζέντα, έλα! Τι θα πει η γιαγιά σου όταν σε δει τόσο αδύνατη; Ότι δεν σε ταΐσαμε;» «Ε, δεν της φτάνουν μόνο οι μπουκιές», είπε η Καλίνα στον Έφις κλείνοντάς του το μάτι. «Έλα, Έφις, πιες ένα ποτήρι κρασί. Ξέρεις ποιος μου το χάρησε; Το μικρό σου αφεντικό.

Αλήθεια κρίμα! είπαν κ' οι άλλοι. — Μα θαρρώ, αφεντικό, τη Δόξα την έκαναν πάντα με φτερά οι παλιοί μας· είπε θαρρετά ο Κουτρουμπής, λυπημένος για την απάτη του. — Με φτερά ναι· είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας θέση διδάχου· μα ο παππούς μου της τάκοψε για να την αναγκάση να μείνη πάντα μαζί μας. — Και το κατάφερε ; — Η ιστορία λέει όχι· μα εγώ δεν το πιστεύω.

Μα το τραγούδι όσο γλυκό, Όσο χαρόκαρδο κι α βγαίνη, Έχει ένα μάγιο μυστικό, Η γλύκα του να σε πικραίνη. Όλοι. Η γλύκα του να σε πικραίνη. Κωστ. Γεια σας, παιδιά, κι ακονίζετε τάρματά σας και γι' άλλο ξεφάντωμα. Α’ Παλικ. Γεια σου, αφεντικό, αλέστα όλοι μας για την αφεντειά σου. Κωστ. Απόψε γίνεται ο αρραβώνας της αδερφής μου με τον κυρ Κράλη από τη Βαβυλώνα και βάλτε φωτιά να καή!

Εγώ δεν άφησα στο σπίτι τους θησαυρούς που άφησε στο δικό του το αφεντικό σου ο Ρετόρος!» «Δεν το πιστεύω! Δώστε μου τότε το κλειδί.