United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός.

Έλεγε δε ο Νικολός, ως ευσεβής νέος οπού ήτον, ότι η λειτουργία της Κυριακής την ώραν εκείνην ήτον αγαθή συγκυρία, διότι πάσα καλή εργασία, δέησις, ευχή και τάξιμον κατά την ώραν της λειτουργίας εκτελείται. Τέλος εφθάσαμεν εις το έρημο μοναστηράκι της Κεχριάς. Ο ναΐσκος, παλαιός, με ζωηράς τοιχογραφίας, με τον τρούλλον και τας χιβάδας του εώρταζε την Μετάστασιν, ή τα Εννεάημερα της Παναγίας.

Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμονείχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνηςεγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν.

Μεγάλο, μικρό... η φορτούνα το σπρώχνει κατά 'δώ. — Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος. — Ποιος μπορεί να διακρίνη; Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως. — Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θε μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά; ...ο Χριστός το στέλνει.

Ο Νικολός κι' ο Γιαννιός έμειναν με το στόμα ανοικτόν. Εγώ σχεδόν εχάρην μέσα μου. «Θα λάβη τέλος», είπα. Ήτον ο Τριαντάφυλλος ο Τσολοβίκος, ο αγροφύλαξ του Δήμου. Από νηπιόθεν τον ενθυμούμην με τον χιτώνα του ως τα γόνατα, με της κουμπούρες και με τα χαρμπιά του στην μέσην, και σχεδόν εις πάσαν εκλογήν αγροφυλάκων επροτιμάτο, αυτός κι ο γέρο-Στάμος, ο άνδρας της Τζενεΐνας, χήρας του Τζενεού.

Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι' ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φως μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν' αφανίζεται, και πάλιν ν' ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ' επαράδερνεν εκεί εις το μαύρον πέλαγος. — Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς. — Καράβι μεγάλο είνε! είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας.

Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι.

Εκεί &εβίγλιζα&, ήτοι ήμην &καραούλιείχα δηλαδή σκοπιάν, μήπως φανή που ερχομένη ψυχή ανθρωπίνη, διαβάτου ή γείτονος, ώστε να τους δώσω εγκαίρως είδησιν να παύσουν, και να έλθουν ευπρόσωποι προς το μέρος που εκαθήμην. Εκόντευε μεσημέρι, και δεν είχεν ακόμη μισό μπόι βάθος ο λάκκος. Ο ιδρώς περιέρρεε τα μέτωπα και τους λαιμούς των. Εζήτησε να πίη νερόν ο Νικολός, αλλ' εστάθη.

Το νερό μας έκοψε, δεν πίνεται... Κάθεσθε, να πάω ως την βρύσι, να φέρω νερό; Έρχεσαι, είπε προς εμέ, μαζί μου; — Όχι, κάθησε συ, είπεν ο Γιαννιός, που είσαι πολύ αποσταμένος, και πάω εγώ με τον Αλέξανδρον. Δεν πάμε καλύτερα και οι τρεις μας; είπα εγώ... Δεν θα φάμε κι' όλα, κάτω στην βρύσι; — Εγώ το ξέχασα πώς τρώνε, είπεν ο Νικολός. Μα πώς θα τ' αφήσωμε αυτά εδώ;

Και όμως ο μικρότερος από αυτούς, ο Πέτρος Ραφαλιάς ήταν πατέρας σου· και ο μεγαλείτερος ο Νικολός, ήταν αρραβωνιαστικός μου. Θα ειπής πώς γίνεται; Να που έγινε. Οι δύο μαζί μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, άτρομοι, ελέγονταν οι καλήτεροι βουτυχτάδες του νησιού μας. Καθένας έμπορος διπλήτριπλή τους έδινε την προκαταβολή για να τους πάρη στη δούλεψή του.