United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άραγε νομίζεις ότι επιστήμων είναι οποιοςδήποτε εις οποιονδήποτε πράγμα, όταν νομίζη ότι έν και το αυτό μέρος άλλοτε μεν είναι μέρος του ιδίου πράγματος, άλλοτε δε άλλου, ή και όταν διά τα ίδιον πράγμα άλλοτε κάμνει άλλην κρίσιν και άλλοτε άλλην; Θεαίτητος. Όχι μα τον Δία. Σωκράτης. Και λησμονείς λοιπόν όταν εμάνθανες τα γράμματα, πόσον τα επάθαινες αυτά εις τας αρχάς και συ και οι άλλοι;

Ο Θεός δεν σε αφίνει ποτέ να χαθής· τούτο είνε αληθές· αλλά την υποχρέωσιν ανταποδίδεις ίσην, διότι και συ δεν αφίνεις ποτέ ίνα χαθή ο Θεός σου. Μεταξύ Θεού και όντων υπάρχει μία ηθική αλληλεγγύη· όταν αύτη εκλείψη, και τα όντα μένουσιν άνευ θεού, αλλά και ο θεός άνευ όντων. Όταν διαψεύδωνται τα όνειρά σου, τότε τα αναπολείς λεπτομερέστερον· όταν πραγματοποιούνται τα λησμονείς όλα.

ΣΟΛ. Αυτό δεν θα φανή, Κροίσε, πριν φθάσης εις το τέλος του βίου σου• διότι μόνον ο θάνατος τα ξεκαθαρίζει αυτά τα ζητήματα και μόνον εκείνος είνε ευτυχής ο οποίος κατορθώνει να είνε μέχρι τέλους τοιούτος. ΧΑΡ. Εύγε, Σόλων, που δεν μας λησμονείς, αλλά λέγεις ότι το ζήτημα της ευτυχίας πρέπει να λύεται κοντά εις το πλοίον μου.

Μου φαίνεται ότι όταν επαινής την κωμωδίαν και την τραγωδίαν, λησμονείς ότι εις εκάστην εξ αυτών περιέχεται ιδιαίτερον είδος ορχήσεως, εις μεν την τραγωδίαν η εμμέλεια, εις δε την κωμωδίαν ο κόρδαξ, ενίοτε δε και τρίτον είδος ορχήσεως η λεγομένη σικιννίς.

Εσύ δεν έχεις την καρδιάν κάθ' ευχαρίστησίν μου να την φιλαργυρεύεσαι· να μου περιορίσης την συνοδείαν ή ποτέ να μου αυθαδιάσης· ή να μου κόψης την τροφήν, και ύστερον απ' όλα να κλείσης και την θύραν σου μη τύχη κ’ έμβω μέσα! Συ εννοείς πολύ καλά τα φυσικά σου χρέη, δεν λησμονείς τι απαιτεί και η φιλοστοργία, τι θέλει κ' η ευγένεια και η ευγνωμοσύνη.

Ο Αλβέρτος ήσυχα την διέκοψεν: — Αυτό σε πειράζει πάρα πολύ, αγαπητή Καρολίνα! ξεύρω πως η ψυχή σου προσκολλάται πολύ εις αυτές τις ιδέες, αλλά σε παρακαλώ μην επιμένης. — Αλβέρτε, του είπε, ξέρω ότι δεν λησμονείς τις εσπέρες που εκαθήμεθα μαζί στο μικρό στρογγυλό τραπέζι όταν ο μπαμπάς ήταν στην ξενητειά, και ημείς είχαμεν στείλει τα μικρά να κοιμηθούν.

Λησμονείς, ότι οι άνθρωποι σήμερον έχουν πολύ περισσοτέρας ανάγκας, παρ' όσας είχαν προ τριάκοντα ετών, και ότι αι ανάγκαι αυταί δεν θεραπεύονται με δρόσον, με σύννεφα και με πανσέληνον. — Δεν το λησμονώ διόλου. Βλέπω μάλιστα με λύπην μου, ότι ηυξήσατε τας ανάγκας σας εκείνας, αι οποίαι θεραπεύονται μόνον με χρήματα, και αι οποίαι δεν είνε βέβαια αι ευγενέστεραι ανάγκαι του ανθρώπου.

Το χαρτί δεν βλάπτει να το σχίσω. «Μη λησμονείς τους όρκους μας. Δεν θα σου λείψουν »ευκαιρίαι να τον ξεπαστρεύσης. Αν έχης την θέλησιν, »θα εύρης και την ώραν και τον τόπον. Αν επιστρέψη »νικητής, δεν εκάμαμεν τίποτε. Τότε θα είμαι »αιχμάλωτός του εγώ, και φυλακή μου η κλίνη του. »Γλύτωσέ με από την μισητήν παρουσίαν του και διά τον »κόπον σου λάβε την θέσιν του. Αισχρότης χωρίς όρια!

Λησμονείς, είπε, ότι έχεις επάνω σου την δεξιάν πτέρυγα αετού; Αυτό το ξέρω, απήντησα• αλλά τι κοινόν υπάρχει μεταξύ πτέρυγος και οφθαλμού; Ότι, είπεν ο Εμπεδοκλής, ο αετός έχει την όρασιν πολύ οξυτέραν από τα αλλά ζώα, ώστε μόνος αυτός δύναται να βλέπη ατενώς προς τον ήλιον• διακρίνεται δε ο βασιλικός και γνήσιος αετός εκ τούτου, αν βλέπη προς τον ήλιον χωρίς να κλείη τα βλέφαρα.

Εδάκρυεν, εγέλα, εζητωκραύγαζεν υπέρ του βασιλέως, υπέσχετο λαμπάδας εις όλους τους αγίους και επί τέλους εζήτησε να παρασύρη τον πνευματικόν του να χορεύσουν μαζί μίαν ταραντέλλαν. — Τι κάμνεις, αθεόφοβε! είπεν ούτος. Λησμονείς ότι εχάθημεν και οι δύο, αν γνωσθή ότι σου εφανέρωσα το μυστικόν. Γονάτισε και εξομολογήσου.