United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες, ιδιορρυθμίτικους , και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο.

Η Λίγεια δεν της είχε κάμη εξομολογήσεις, αλλά τη είχεν ειπεί ότι επερίμενε την σωτηρίαν απ' αυτόν τον Βινίκιον. Και όταν ωμίλει δι' αυτόν ηρυθρία. Η καρδία της έπαλλε δι' αυτόν, αλλ' αυτός την ετρόμαξε, την εξηυτέλισε, την προσέβαλεν. — Είναι πολύ αργά! εγόγγυσεν εκείνος. Μία άβυσσος έχαινεν έμπροσθέν του. Δεν ήξευρε τι να πράξη, τι να επιχειρήση και πού να αποταθή.

Εγώ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος· ησθάνετο δε μεγίστην ατολμίαν και ελυπείτο διότι δεν ήτο φύσει θρασύτερος, ώστε να ψευσθή μετ' ευχερείας. — Και ποίος άλλος; επανέλαβεν ο αρχηγός. Υπάρχει εδώ άλλος, όστις να δύναται να κάμη τοιούτον έγκλημα; Την κόρην σου, την κόρην σου να πωλήσης! — Ποιος το είπεν! Είνε ψέμματα, είπεν ο Πρωτόγυφτος, αποκτήσας προσκαίρως την δύναμιν του ψεύδους.

Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον.

Εάν απεπειρώντο να απαγάγωσιν αυτήν οι δύο των εξετίθεντο εις τον θάνατον, και εκτός τούτου, εκείνη ηδύνατο να τους διαφύγη· τότε θα εκρύπτετο αλλού ή θα έφευγεν εκ Ρώμης. Τι θα έκαμνον τότε; Διατί να μη ενεργήσουν με τρόπον ασφαλή; Διατί να εκτεθώσιν εκθέτοντες συνάμα και την τύχην της επιχειρήσεως; — Ο Λιγειεύς ούτος, εγόγγυσεν ο Χίλων, μου φαίνεται τρομερά δυνατός.

Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!

Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες....