United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστής γρήγορα να φύγης, μη σου τσακίσω το ξερό σου. Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάση. — Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Ον αγαπά Κύριος, παιδεύει..» Και για να την καλοπιάση τη χάιδεψε στο μάγουλο. Τότε ήταν που ήταν.

Κι ομώνει στο κοντάρι πόχει -που καυχιέται πως πιο κι απ’ το θεό τιμά κι από το φως του πως ότι των Καδμείων την πόλη θα κουρσέψη στου Δία το πείσμα° τέτοια λέει, βουνήσιας μάννας βλαστάρι ωριόπλωρο κι αντρόπαιδον αρχάρης, που ότι και ξεμυτάει στο μάγουλό του χνούδι, σγουρή τρίχα δασειά που η πρώτη νιότη αδρύνει° κι όμως ωμό κι όχι με το παρθενικό του τ’ όνομα σύμφωνο έχοντας το φρόνημά του και γοργ’ ανάβλεμμα, στέκει εμπροστά στις πύλες κι όχι με δίχως καύχησες στις πύλες στέκει.

Μα θωράει ο Επειγός τον άλλο που κοίταζε άνοιγμα να βρει, και παίρνοντας μια φόρα 690 του κοπανάει το μάγουλο, που άλλη γροθιά ν' αρπάξει δεν είχε ανάγκη, μόνε αφτού λες έγινε διο δίπλες. Τότες στα χέρια ο Επειγός τον σήκωσε, και κύκλω 695 τρέχουν οι φίλοι και γοργά τον βγάζουν απ' τη μέση ενώσερνε τα πόδια του κι' αίμας παχύ ξερνούσε με δίπλα κεφαλή γυρτή.

Η γιαγιά μου όμως λέει ότι μπορεί να είναι από τον κυρ Τζατσίντο, τον ανιψιό που έχουν οι κυράδες σας». Ναι, ο Έφις το ένοιωθε• έτσι πρέπει να ήταν. Έξυνε ωστόσο σκεφτικός το μάγουλο, με χαμηλωμένο το κεφάλι, και έλπιζε αλλά και φοβόταν μήπως κάνει λάθος.

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.

Καθότανε μαζεμένη στον καναπέ, σφίγγοντας το χέρι στο μάγουλό της, τα μάτια της είτανε στεγνά και χωρίς λάμψη και κοίταζε στο μέγα σκότος. Η στάση, η όψη της κι αυτά ακόμα τα χέρια της το μαρτυρούσανε. Δοκίμασα να της μιλήσω, δοκίμασα να προφέρω τόνομά της, μα δεν απάντησε και τέλος την άφησα στη θλίψη της, περιμένοντας μ' αγωνία τα λόγια, που θα ερχόντανε άμα θα ξέσπαζε η θλίψη της.

Και για να την καλονοιώση, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβης κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι: Σα σκορπιστή αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβη και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Μα άδικα δεν πήγε το κοντάρι, παρά χτυπάει το Δημοκό, γιο του Πριάμου νόθο, που τούχε έρθει οχ την Άβυδο, πέρα οχ τ' αλογοθρόφι. 500 Αφτόν εκεί στο μάγουλο ακόντισε ο Δυσσέας, που για το φίλο του άναψε· κι' ως στα μηλίγγι τ' άλλο βγήκε ο χαλκός, και χύθηκε στα διο του μάτια η νύχτα. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.