United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 φαδροί φαιδρόν τον έστειλαντην ποθητήν Ιθάκη.

Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ' εμβαίνει με τον σάκκο του κ ο ν α κ ι ο ύ στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του. — Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; Είχαν περάσει κοντά δώδεκα μέρες από κείνη τη βραδειά, που του το είχα εμποδίσει.

Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ' αυτά που σας είπα.. Μου τάλεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε μεγάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ' έπνιγε. Ως τόσο σκοτείνιασε, κ' είταν ώρα να τηνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι' αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ.

Ο Ρένας τον άρπαξεν από τον ώμο όπως αρπάζουνε τον ένοχο πάνω στη σκηνή. — Στέκεται στα πόδια του ο κόσμος; — Ου! Καλά. — Οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Οι γυναίκες προ πάντων! — Ναι και οι γυναίκες. — Και είναι ώμορφες ε; Πολύ ώμορφες; — Ώμορφες, λέει; Γιατί, δεν τις ξέρεις; — Τώρα πεια!

Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.

Μ' όλη μου την κούρασι πήγα στο βουνό και σου μάζεψα λίγα ραδίκια. Με τι θα τα βράσω; Τα δάχτυλά μου νανάψωΚαι βλαστήμησε από μέσα της. «Δίκηο έχεις, γυναίκα, της λέω. Η τύχη μας τώθελε. Στάσου να πάω ως κάτω τον ταρσανά να μαζέψω τίποτε ροκανίδια». Παίρνω το τσουβάλι στον ώμο και τραβάω νηστικός. Ο συχωρεμένος τριγύριζε απάνω κάτω, φουσκωμένος σα γαλί, κι' απόπαιρνε τους μαστόρους.

Ένα τσοπανόπουλο δεκατεσσάρων χρόνων απάνω, κάτω, με γυμνά πόδια, με λερές βλαχόκαλτσες, με μιαν άσπρη φλοκατίτσα, μ' ένα σακκούλι κρεμασμένο στον ώμο του, ακουμπώντας στην ψηλή γκλίτσα του, έκλαιε μουρμουρίζοντας αγάλι' αγάλια: — Πάει η.... Ρηνιώ!... πάει.... πάει... η Ρηνιώ!.... Είμαστε στο έβγα του Γενάρη.

Έβαλε ταυτί του στο στήθος της. . έπειτα έβγαλε κ' είδε το ρωλόϊ του., και της έκλεισε τα μάτια. . . Ζωή σε λόγου σου, είπε σκουντώντας το Νίκο απ’ τον ώμο. Σαν είδε που δεν κουνήθηκε ο Νίκος από κει πούτονε γονατιστός με το πρόσωπο απάνω στο χέρι της Βεργινίας, τον έπιασε με τα δυό του χέρια απ’ τις αμασχάλες και τονέ σήκωσε ορθόν. Έλα, άντρας είσαι! Αυτά έχει ο κόσμος.

Κρατείτη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγγι Όταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδαις τα μαλλιά του Τα γένεια σπίθαις και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοιτον ώμο τους τονέ βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρωτο φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια, Αγράμπελαις που εφύτρωσαντο βράχο του Ζαλόγγου, Καθένα τούχε η μάνα τουτην τραχηλιά της ρόδο.

Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα. — Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε. — Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!