Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι' ας ήταν, και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας του σύντριψε τον ώμο του μ' όλη την ωμοπλάτη· τα ίδια κι απαράλλαχτα κ' η τρίτη η Αυτονόη· κ' οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν ταπομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των, κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα.
Κ' οι λινοί, όμορφα άσπρα, κόκκινα, γαλάζια σπιτάκια, σκορπισμένα ανάκατα κάπνιζαν· κόντευε μεσημέρι. Οι αργάτες τρυγούσαν παλληκάρια και κορίτσια, με τα καλάθια που τα γέμιζαν τα φορτόνουνταν στον ώμο τους, κι έρχουνταν κι άδειαζαν τις σταφίδες στ' αλώνια.
Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,— εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•
Το καλοκαιριάτικο μεσημέρι σταλίζουν τα πρόβατα στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, αποσταμένα από το λιοπύρι. Και βράδι-βράδι τα οδηγούν στις στάνες. Σα νυχτώσει, βλέπει ο δραγάτης φωτιές, σαν άστρα στο βουνό. Ώρες ώρες ακούει γαυγίσματα μαντρόσκυλων. Έπεσε να κοιμηθεί το χωριό, και ο δραγάτης όλο φυλάγει, περιδιαβάζοντας στ' αμπέλια και στα περιβόλια, με τ' όπλο στον ώμο.
Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας.
Ας πούμε λοιπόν πως από Θεού θέλημα ο διάδοχος του Βαλεντιανού, ο γνωστικός ο Γρατιανός, βλέποντας από τη Ρώμη πως δεν μπορούσε όλα να τα προφταίνη, έφερε από την Ισπανία το Θεοδόσιο, το γιο του στρατηγού του Θεοδοσίου που μεγάλα πολεμικά κατορθώματα είχε πραγμένα στου Βαλεντιανού τον καιρό, και τον προσκάλεσε να μας πάρη στον ώμο του. Κατέβηκε ο Θεοδόσιος στα 379, τριάντα τριώ χρονώ νέος.
Πρώτος ένας ψηλός και λιγνός σα ρέγγα Άγγλος, με φαρδειά λινά ρούχα, με μιαν άσπρη κάσκα και τα λορνιόν του κρεμασμένα σταυρωτά από τον ώμο του.
Κ' εκατέβηκε, ανεμίζοντας τις βρακούλες του πίσω, με την απόχη στον ώμο, να πα για γαρίδες στο Λιμιονάκι κάτω. Όσο να ντυθώ, αλήθεια, να πιω και τον καφέ μου, τόνε ξάνοιξα, απ το παράθυρο, στο μουράγιο κάτω. Με την απόχη πάντα στον ώμο, ανασκομπωμένη τόρα τη σέλα της βρακούλας του πίσω, επάγαινε να σύρη το παλαμάρι. Εβιάστηκα κ' εγώ τόρα.
Της έπιασε τον ώμο, όπως ο Βαρόνος, κι εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πάρει τα χρήματα από το σεντούκι: δυο χαρτονομίσματα των πενήντα λιρετών που τα ψηλάφισε για πολύ, κοιτάζοντάς τα στο φεγγαρόφωτο, ενώ σκεφτόταν ότι για το ταξίδι του Τζατσίντο αρκούσε το ένα. Έτσι το άλλο το έβαλε στη θέση του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν