United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες ο Δίας απαντάει βαριά αγαναχτισμένος 30 «Καλότυχη, μα τι λοιπόν! τόσα κακά σου κάνουν ο Πρίαμος κι' όλοι του οι γιοί, που πολεμάς αιώνια να τους ρημάξεις σύριζα τη μυριοπλούσια χώρα; Ας δύνουσουν μονάχα εσύ να μπεις στο κάστρο μέσα κι' ωμό να φας τον Πρίαμο, να φας και τα παιδιά του 35 μ' όλους τους Τρώες, τότες πια θα χόρταινε ο θυμός σου.

Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.

Ο σύντροφός του, με τον ώμο ακουμπισμένο στην κλειστή είσοδο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, κοιμόταν και ροχάλιζε. Από εκεί έφυγαν για το Φόνι, για το πανηγύρι των Αγίων Μαρτύρων.

Μου ήρθε στο νου εκεί που μια από αυτές τις μέρες καθόμουνα και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου και κείνη ακκουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου. — Να είμαι τόσο μακριά από σένα! είπε ένα βράδι. Να είμαι τόσο μακριά! Είμουνα γιατί νόμιζα πως ήθελες να μ' εμποδίσης να πάω να βρω το Σβεν. — Τώρα δεν τα θέλεις πια; είπα. — Όχι, όχι, απάντησε. Τώρα θέλω να μείνω μαζί σου.

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Κι αν δεν τόγραφε δάσκαλος, εκείνος τόκρινε, το στεφάνωνε ή ταφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. &Ένας& τους μονάχα έτυχε νάχη μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τονε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν.

Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα 145 μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.

Και πρώτος του Πηλέα ο γιος τα μοιρολόγια αρχίζει με χέρια απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια «Θεός μαζί σου, Πάτροκλε, κι' ως στ' Άδη τα λιμέρια! Όσα πριν σούταξα, όλα εγώ θα σ' τ' αληθέψω τώρα· 20 ωμό να φαν τον Έχτορα στους σκύλους θαν τον δώσω, και δώδεκα αρχοντόπουλα των Τρώων στη φωτιά σου θα σφάξω ομπρός, τι μ' έκανε έτσι θεριό ο σφαγμός σου

Έπεσες; — Ο Πατούχας, ... ο Πατούχας ο αναθεματισμένος ... .εψέλισεν η κόρη, μη κατορθώνουσα από τους λυγμούς να τελειώση την φράσιν. Και τα δάκρυα της επέτεινον το θέαμα της υγρασίας, ως διά να παραστήσουν τραγικώτερον το γεγονός. — Είντα σούκαμ' ο Πατούχας; — Μια πέτρα μούρριξε ... .και μούσπασε το σταμνί στον ώμο μου, κατώρθωσεν επί τέλους να είπη η Μαργή.