United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όχι τάχα να κοπή, Μον' θα την ξερρίζονα Τη γλώσσα μου ακέρια Με τα δικά μου χέρια, Να αναβάλη, ή να ειπή, Αν εκαταδέχονταν, Την αχρειότητά σου, Το άτιμο όνομά σου. Φ ι λ ά ρ γ υ ρ ο ς Ο καϋμένος Χρυσολάτρης Ξάπλα κείτεται, βογγάει, Με το χάρο πολεμάει· Ελαιμάργησεν ο δόλιος Τι γιομάτισε σε σπίτι Κάπιου πλούσιου συμπολίτη.

Καταγανακτησμένοι όμως από την κακοπάθειαν και τον κόπον, εξεθύμαινον εις ύβρεις κατά του Καραϊσκάκη· αυτός όμως εφάνη πολύ περιποιητικώτερος και φιλοφρονέστερος εκείνην την νύκτα απ' ό, τι εκ φύσεως ήτον, και περιερχόμενος τας συνοικίας των στρατιωτών τους ενεθάρρυνε, φιλοφρονούμενος και δεξιούμενος αυτούς και παρακινών και συμπράττων εις το ν' ανάψωσι φωτίας· ώστε η κατ' αυτού αγανάκτησις εξαλείφθη διόλου, και αφ' ού μάλιστα έπαυσεν η βροχή και άναψαν τας φωτίας, απέδωκαν την αιτίαν όπου φυσικά ανήκε να την αποδώσωσιν, εις την αχρειότητα του καιρού.

Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν· Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω, ανίσως και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να καταπατήσω την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του Προφήτου.

Εις αυτή τη θαυμαστή διήγηση φανερώνεται η παλαιά και δίκαιη αγανάκτησις, την οποίαν αισθάνεται κατάκαρδα ο Πρόσπερος για την αχρειότητα των εχθρών του· όμως το αίσθημα της έχθρας δεν χωράει εις την καρδιά της Μιράντας· αυτή, ακούοντας την θλιβερήν ιστορία, μόνον κλαίει τα παθήματα του πατρός της, και ενώ δεν προφέρει κανένα λόγο πικρό για τους κακοποιούς, δεν βλέπει την ώρα να γνωρίση τον ευεργέτη!

Ειλικρινής είναι αυτός, ορθά κοπτά τα λέγει, να κολακεύση δεν 'μπορεί, και λέγει την αλήθειαν! Αν έχη πέρασιν, καλά· ει δε... αυτός είν’ ίσιος! Τους 'ξέρω τους παμπόνηρους! Μ' αυτήν των την ισιάδα σκεπάζουν αχρειότητα και κρύπτουν πονηρίαν, που δεν την έχουν είκοσι δουλοπρεπείς κηφήνες συνηθισμένοι ταπεινώς να κάμνουν υποκλίσεις.