United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιάνεται η αναπνοιά μου, χτυπάει η καρδιά μου, λυόνει η ψυχή μου κι όμως θέλω να ξαναφιλήσω. Ω νίκη κακή! Ω αρρώστια παράξενη, που μήτε τ' όνομά της δεν ξέρω να ειπώ. Άρα γε μαγιοβότανο είχε φάει η Χλόη, προτού να με φιλήση; μα πώς δεν πέθανε; Πώς λαλούνε τ' αηδόνια και το σουραύλι μου σωπαίνει! πώς χοροπηδούν τα γίδια κ' εγώ κάθουμαι! πώς λουλουδίζουν τ' άνθη κ' εγώ στεφάνια δεν πλέκω!

Στέλνει λοιπόν τον Τίτυρο να φέρη το δικό του, αν και το σπίτι ήτανε μακριά δέκα στάδια. Κι ο Τίτυρος, αφού πέταξε το ρούχο του, έφυγε γυμνός τρέχοντας σαν ελαφάκι. Τότε ο Δάμωνας υποσχέθηκε να ειπή την ιστορία της Σύριγγας, που του την είχε μάθει ένας Σικελιώτης παίρνοντας για πλερωμή έναν τράγο κ' ένα σουραύλι.

Κ' έτσι η Χλόη πάλε ευχαριστιότανε κι ο Δάφνης λυπότανε· μα κ' οι δυο παρακαλούσανε να τελειώση γλήγορα ο τρύγος και να γυρίσουνε στους αγαπημένους τους τόπους κι αντίς τις άγριες φωνές ν' ακούνε το σουραύλι ή τα κοπάδια τους να βελάζουν.

Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι.

Τους επήγε λοιπόν πρώτα τα δώρα· για το Δάφνη σουραύλι τσοπάνικο, που είχεν εννιά καλάμια κολλημένα, τόνα με τάλλο, με χάλκωμα αντί με κερί· και για τη Χλόη βακχικό αλαφόπουλο· και το χρώμα του ήτανε σαν ζωγραφισμένο μ' άσπρες βούλες.

Κι ο Δάφνης, άμα έγινεν ησυχία, επήγε στον κάμπο όπου έβοσκαν και μήτε τα γίδια βλέποντας, μήτε τα πρόβατα συναπαντώντας, μήτε τη Χλόη βρίσκοντας, παρά ερμιά μεγάλη και πεταμένο το σουραύλι, που με δαύτο ουνήθιζε να διασκεδάζη η Χλόη, φωνάζοντας δυνατά και κλαίοντας θρηνητικά, πότε έτρεχε κατά τη βαλανιδιά, όπου εκάθονταν, πότε κατά τη θάλασσα για να ιδή τη Χλόη και πότε στη σπηλιά των νυμφών, όπου είχε ζητήσει προστασία, όταν την έπιασαν.

Σηκωθήκανε λοιπόν επάνω και στεφανόνανε μαζί τον Πάνα και τις κληματόβεργες από τα φύλλα του πεύκου κρεμούσαν κι αφού τον εκάθισαν κοντά τους του εβάνανε να φάη. Και σαν γέροι πιομένοι λιγάκι πολλά αναμεταξύ τους έλεγαν πως έβοσκαν, όταν ήτανε νέοι πως πολλά κυνηγητά κουρσάρων εξέφυγαν παινεύονταν ένας πως εσκότωσε λύκο κι άλλος πως στο σουραύλι μόνο από τον Πάνα έμενε πίσω.

Την άλλη μέρα, μόλις εβγήκανε στη βοσκή, ο Δάφνης καθούμενος κάτω από τη συνηθισμένη βαλανιδιά έπαιζε το σουραύλι και μαζί επρόσεχε και τα γίδια, που είχαν ξαπλωθή κάτω σαν ν' άκουγαν τους σκοπούς· κ' η Χλόη καθισμένη κοντά εφύλαε τα πρόβατα, μα πιο πολύ εκοίταζε το Δάφνη· και πάλι ενώ αυτός έπαιζε το σουραύλι τής εφαινότανε όμορφος κ' ενόμιζε τη μουσική αφορμή της ομορφιάς, ώστε να πάρη κι αυτή ύστερ' από κείνον το σουραύλι μήπως γινότανε κι αυτή όμορφη.

Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής.

Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφινα τας αίγας μου να βόσκουν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν. Δεν εξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη·Έτσι όλο τραγουδείς! . . . Δεν σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι! . . . βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται! . . . Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.