Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι 'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».
Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
Και καθώς είχε στάλλα του έργα δεξί του χέρι το Βελισάριο, τον Τριβωνιανό, τη Θεοδώρα, έτσι και στα δοξασμένα χτισίματα του, στα μεγάλα εκείνα αρχιτεκτονικά του ποιήματα — που για τα μας αξίζουν το καθένα, ή τουλάχιστο ένα τους, μια αλάκερη Ιλιάδα — και δω βρήκε έτοιμο δεξί του χέρι τον αθάνατο Ανθέμιο, καθώς και τον Ισίδωρο.
Χάρμα του ασκητικού σπιτιού του και ζηλευτόν εις όλον το χωρίον βλαστόν. Όταν εμεγάλωσεν η Κουκκίτσα κ' εβγήκεν από το σχολείον, έγεινε το δεξί χέρι του παπά-Κονόμου. Όπου και αν επήγαινε να λειτουργήση, την έπαιρνε μαζύ του, εις όλα τα εξωκκλήσια, να διαβάζη της ώραις, να ψάλλη, να τον συλλειτουργή. Τόσον επιδέξια και τόσο μελωδικά, ώστε την έλεγαν εις το χωρίον: η διακοπούλα.
Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι διάβολο κάνετε μ' αυτό το χέρι; ΑΡΓΓΑΝ Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εγώ θα τώκοβα αμέσως αν ήμουν στη θέσι σας. ΑΡΓΓΑΝ Και γιατί; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε βλέπετε πως σας παίρνει όλη την τροφή και δεν αφίνει να τρέφεται το άλλο μέρος; ΑΡΓΓΑΝ Ναι, μα μου χρειάζεται αυτό το χέρι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτό το δεξί μάτι θα το είχα βγάλει εγώ αν ήμουν στη θέσι σας. ΑΡΓΓΑΝ Να βγάλω το ένα μου μάτι;
Άφοβα να μεθάτε με τα ρήματά τους ο Χριστός ορίζει, γιατί στον αμπελώνα τον καλόν η πράξεις των ωρίμασαν. Ε σεις που είσαστε στα σανίδια κει ανεβασμένοι, τραβάτε την αυλαία και ο κόσμος κάτω περιμένει. Φυλακή με της συνηθισμένες ρωμαϊκές στοές από χονδρά τούβλα. Από το δεξί μέρος και αψηλά κοντό και στενά άνοιγμα στον τοίχο, χρησιμεύοντας για παραθύρι. Άχυρα σε μια γωνιά κι' ένα κανάτι.
Ένας Μαύρος άρπαξε τη μητέρα μου από το δεξί μπράτσο· ο υπολοχαγός του καπετάνιου μου την κρατούσε από το αριστερό· ένας μαύρος στρατιώτης την έπιασε από τόνα πόδι, ένας από τους κουρσάρους την κρατούσε από τ' άλλο. Όλες μας οι κοπέλλες βρεθήκανε σε μια στιγμή να τραβιόνται από τέσσερις νομάτους. Ο καπετάνιος μου μ' έκρυβε από πίσω του.
Ό Άγιος Δημήτριος με το πρόσωπο φωτισμένο από τη χαρά της Νίκης, σηκώνει το δεξί του χέρι με τα τρία δάχτυλα ενωμένα και κάνει στον αέρα, προς το μέρος όπου εβγήκε ο φίλος του, ένα πελώριο σχήμα σταυρού. Έπειτα γυρίζει στη γωνιά του, στεκόμενος κάποτε ν' αφιγκραστη, γιατί φοβάται μη ο φίλος του δειλιάση και γυρίση. Άγιος Δημήτριος — Ερμογένης
Τάσπερνε από τότες ο Ιουστινιανός τα δημόσια χρήματα σε θεάματα και σε μεγαλοπρέπειες. Άλλα μερικά χρόνια, και τονέ βρίσκουμε Αύγουστο. Όλα εκείνα τα χρόνια είταν το δεξί χέρι του γέρου. Ώστε και πρι να γίνη Αυτοκράτορας ο Ιουστινιανός κυβερνούσε το κράτος, κ' έτσι καταντάει η βασιλεία του Ιουστίνου να είναι και του Ιουστινιανού το πρώτο κελάιδημα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν