Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Χέρι μη τον εγγίση!. . . Εδώ θα μείνη! Ω! ρίχνομαι προύμυτα. Θε να ταπεινωθώ μπροστά τους, αφού το θες, να, θα γονατίσω έτσι και θα κυλίσω το κεφάλι μου στα χώματα και θα συρθώ σαν σκύλος και θα τιναχθώ σαν το σφαγμένο το πουλί και το δαιμονισμένο θα μουγκρίσω του βωδιού το ούρλιασμα, σαν το παγαίνουν να το σφάξουνε. . . Μόνο μια χάρι σου ζητάω.
Α, ακριβόν μου πουλί, διατί με υστέρησες έτσι ογλήγορα; πώς ημπορώ να υποφέρω μην ακούοντας πλέον την γλυκειάν σου φωνήν και τα νόστιμά σου παιγνίδια; Αυτά και άλλα λέγοντας ήτον τόσον περίλυπη, που καμμιά από τες σκλάβες της δεν ημπόρεσε να την παρηγορήση.
Για τον Ανδρούτσο μώλεγε, για το Βλαχοθανάση, Της Αλαμάνας το στοιχειό το Διάκο το Θανάση, Τον Κούρμα τον πελώριο, τον Πάνο Μεϊτάτη, Για το μικρό Χορμόπουλο, και για το Σπαθογιάννη· Και για του Βάλτου το θεριό το Χρήστο το Μιλιώνη· Για του πελάγου το πουλί μώλεγε τον Κατσώνη, Διά της Κασσάνδρας το Σταθά, το γέρο Μπουκουβάλα, Το Ζήτρο τον ανήμερο, τον άγριο Κώστα Πάλλα, Το Χρήστο Γρίβα τον αετό της Λάμιας, το Λαμπέτη, Για τον χαμένον αδελφό του Διάκου Μασσαβέτη, Και για τον πάτερ-Σαμουήλ της Κιάφας μας τ' αστέρι.
Ξεπεδουκλώνει τ' άλογα και πάει να τα ποτίση. Ερρόδιζεν η ανατολή κι' ο αυγερινός τραβιώταν, Πάηνε στα οργώματα ο ζευγάς κι' η κοπελλιά στο πλύμα Και το πουλάκι ολόγλυκον κελαϊδισμό κρατούσε. Άκουγε ο γέρος το πουλί, τήραε τα κορφοβούνια, Ολογυρνούσε τα δεντρά, κ' έλεγε με τον νου του: — Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια, Που ανθίζετε κάθ' άνοιξη και κάθε καλοκαίρι.
Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!
Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!
Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν