Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής.

Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.

Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας.

Ο Δάφνης, επειδή ήξερε τι γινότανε, μονάχα στη θάλασσα επρόσεχε· κ' εδιασκέδαζε με το πλεούμενο, που γιαλό-γιαλό περνούσε τον κάμπο γληγολότερα από πουλί, κ' επροσπαθούσε να συγκρατήση στο νου του μερικά από τα τραγούδια για να τα παίζη με το σουραύλι.

Ω! τι καινούργιο είνε πουλί αυτό που τώρα φθάνει; μήπως να χτίση έρχεται από τη στέγη κάτου φωλιές για τα μικρά του; —-Μα θα σου γίνη εμπόδιο του τόξου το τραγούδι. Έ, δεν ακούς; να πας εσύ κει κάτω να γεννήσης πουν' τα νερά του Αλφειού, ή στο λιβάδι του Ισθμού, αυτά ταφιερώματα δω πέρα να μη βλάψης. Είν' ο ναός του Φοίβου εδώ• δεν θέλω να σκοτώσω εσάς, που λέτε στους θνητούς τη βούλησι τη θεϊκή.

Αλλά το καλλίτερον επί του παρόντος είνε να με λες πετεινόν, αφού πετεινός φαίνομαι, διά να μη υποτεθή ότι περιφρονείς το πουλί ως ασήμαντον, ενώ έχει μέσα του τόσας ψυχάς.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240 του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλίαυτούς εφάνη, υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν. τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση, ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245 αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».

Πριν πιάσουν οι ζέστες, και έπειτα το φθινόπωρο είναι ωραία στη σκιά εκεί πάνω! Και τη νύχτα; Το φεγγάρι μας κρατά συντροφιά σαν νύφη και τα καρπούζια εδώ κάτω στο περιβόλι μοιάζουν τότε σαν κρυστάλλινες φούσκες.» «Ναι, καμιά φορά θα έρθω», υποσχέθηκε ο Τζατσίντο κατεβαίνοντας με σβελτάδα από το ποδήλατο σαν πουλί.

Δεν μπορώ ένα δάκρι να διώ κ' η ψυχή μου να μη βραχή. Ο πόθος μου, ο μόνος, είναι να παρηγορηθούν οι πικραμένοι. Δεν αγαπώ εσένα μονάχα· αγαπώ τον κόσμο όλο. Μ' έκαψαν τα βάσανά του. Δε σου το είπα πως είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος; Έλα, πουλί μου, να καούμε κ' οι δυο, ναγαπήσουμε και τον καημό μας. Ο καημός μας είναι καλός, αφού είναι έλεος γεμάτος.

Τη θέση του ψάλτη την αγαπούσε· αγαπούσε όμως και κάθε άλλη θέση που του έδινε αφορμή να δείξη τη φωνή του. Είτε στο στασίδι της εκκλησιάς, είτε στον πάγκο της ταβέρνας, είτε σε γάμου τραπέζι ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Σήκωνε τα μάτια ψηλά, πλάγιαζε το κεφάλι, έπαιζε ρυθμικά τα δάχτυλα κ' έχυνε αργυρά κύματ' από τα χείλη του, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν