Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
«Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.
Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.
ΠΡΟΣΠ. Καλά τους έκαμες, πουλί μου· στάσου ακόμα στην αόρατη μορφή σου· φέρε από το σπίτι μου τα παλαιά ρούχα, δόλωμα να πιασθούν οι κλέφτες. ΑΡΙΕΛ. Τρέχω, τρέχω. Έλα, κρέμασ' τα από τούτο το σχοινί. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και ο ΑΡΙΕΛ μένουν αόρατοι. Μπαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, όλοι βρεμμένοι.
Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια: — Ξιξιξί!... ξιξιξί!... — Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος. — Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.
Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;
Ο Ρούντυ εκάθητο εκεί, όπως κάθεται μυίγα επάνω εις την ασθενή καλάμην αχύρου, που κάποτε πουλί, που έκτιζε την φωλιά του, το έχασε επάνω εις το χείλος υψηλής καπνοδόχου εργοστασίου· αλλά η μυίγα ημπορεί να πετάξη από εκεί, εάν το άχυρον διαλυθή· ο Ρούντυ όμως μόνον τον λαιμόν του ημπορεί να σπάση.
Είχε και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη. Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα. Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του.
Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις με τ' άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις, σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά. Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι, και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή· άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ, λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.
Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονή ο νώμος μου, αλλ' υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έρριξα και σένα πουλί στο δρόμο, αλλ' απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κιότι είδε φτερά πούφυγαν στον αέρα. Κέτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία. Ο Αμαλός είνε οροπέδιο σε μεγάλο ύψος.
Όρεξι να είχε να λέη ο Γερο — Λαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε. — Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο; — Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν