United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λες για τα δικά μου χέρια πως είνε τρυφερά; είπε μετά διακριτικού παραπόνου ο Μαθιός. — Τότε έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι; επρότεινε παιγνιωδώς η νεαρά γυνή. — Με τι; Και ακουσίως εκύτταξε το πάλλευκον κολόβιόν της. Η Λιαλιώ εγέλασε και ακούμβησεν εκ νέου εις την πρύμνην.

Όταν δε πάλιν δεν είχον εργασίαν γεωργικήν, τότε ηρέσκοντο να πλέκωσι, να ράπτωσι και να νήθωσιν υπό την κατάμαυρον σκιάν της συκής, ή να κάμνωσιν ένα περίπατον μέχρι της παραλίας της Κεχρεάς προς άλλην άγνωστον ακτήν, διάφορον της συνήθους της κώμης παραλίας, και καθήμεναι παρά το ευώδες κύμα να ρίπτωσι στρογγυλούς χάλικας εις τον διαυγή πυθμένα και τα πράσινα νερά, ή να τρέχωσιν επί των στιλπνών οστράκων, τρικλίζουσαι μετά χάριτος, ως νύμφαι θαλασσιναί, άρτι αναδύσαι εκ του αλμυρού πόντου, αναζητούσαι επί της ευωδιαζούσης εκ της καθαρότητος παραλίας τα παμποίκιλλα εκείνα κελύφη των οστράκων, άτινα μετά τόσης λεπτότητος κατεργάζεται λεία και στιλπνά ο καλλιτέχνης πόντος, προστρίβων ταύτα έως ου αποκτήσωσι το χρυσίζον εκείνο, ή υπέρυθρον, ή πάλλευκον χρώμα.

Μεθ' ο έλαβε θερμόν ακόμη εκ της προσψαύσεως του χρωτός το πάλλευκον κολόβιον της νεαράς γυναικός, και το προσήρτησεν επί της δευτέρας κώπης, ως πανίον. Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ' ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη.

Νά τα! εψιθύριζε και η Κρατήρα σωρεύουσα πολλά φλέσσουρα εις την πυράν, ξηρά προσανάμματα. — Ένα μπόι, Κρατήρα! επανέλαβεν ο μπάρμπα-Σταύρος, χαρμοσύνως θεωρών το πάλλευκον χρώμα της χιόνος. — Νά τα! Νά τα! είπε πάλιν η Κρατήρα, γυνή υψηλού αναστήματος, μελάγχρους και χαρίεσσα, με ωραίους μαύρους μεγάλους οφθαλμούς και καστανήν κόμην.

Η αναπνοή εξήρχετο ήρεμος εκ των ημιανοίκτων κοραλλίνων χειλέων, και εις το πάλλευκον πρόσωπον, όπερ έβαφεν ελαφρά ροδίνη χροιά, επεκάθητο γαλήνη. Ο σύζυγος επανέλαβε την ανάγνωσιν. Μετά ημίσειαν ώραν η νεαρά γυνή ήνοιξε τους οφθαλμούς. — Τι καλά που κοιμήθηκα! είπε. — Και όμως ήσουν εις την αρχήν πολύ ανήσυχος· επαραμιλούσες μάλιστα. — Α! και τι είπα;

Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λινομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώμα και τα ερυθρά μήλα των παρειών με τον μελίχρυσον λαιμόν καί με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της!

Ο πρώτος ήτο γέρων, με πάλλευκον κόμην και με μακρόν πώγωνα· ο Γάσπαρος ένας σφριγών και αγένειος νεανίας. Ο Βαλθάσαρ μελαχροινός και εις το άνθος της ηλικίας του. Η παράδοσις ωσαύτως μας πληροφορεί ότι ο Μελχίωρ ήτο απόγονος του Σημ, ο Γάσπαρος του Χαμ, και ο Βαλθάσαρ του Ιάφεθ.