United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η χήρα ούτε εγνώριζεν ούτε εμάντευε τον έρωτα, τον οποίον η Μαργή έκρυπτεν εις το βάθη της μικράς της καρδίας. Και διά τούτο δεν ηδύνατο να εννοήση την επίμονον άρνησιν την οποίαν αντέτασσεν η κόρη της οσάκις την συνεβούλευε να μη δεικνύη τόσην εχθρότητα προς τον Μανώλην και τον εξεθείαζε προς αυτήν ως τον καλλίτερον γαμβρόν.

Ο Αντωνέλλος εσηκώθη, επήρε το βιβλίον και είδε τον λογαριασμόν του, έπειτα ήνοιξε το συρτάρι του γραφείου του γαμβρού του, ήνοιξε μίαν σακούλαν, εμέτρησε μ' επιμέλειαν κάμποσα τάλληρα και αφού έκλεισε το συρτάρι, έβαλλε τα τάλληρα εις το μανδήλι του και σταθείς εμπρός εις την αδελφήν, ήτις υπεμειδία, διότι εμάντευε τον σκοπόν του·Άνοιξε την ποδιά σου, Μπέλλα, της είπε.

Προς δυσμάς, εις το όπισθεν των βουνών κενόν, το όμμα εμάντευε την ευρείαν πεδιάδα της Μεσαράς, από την οποίαν μεμονωμένος ανυψούτο εις την αοριστίαν ελαφράς ομίχλης ο Κοφινάς, βουνόν μονοκόρυφον, όπου, κατά τινα προφητείαν αποδιδομένην εις κάποιον «γέροντα-Δανιήλ», έμελλε να κολυμβήση μοσχάρι στο αίμα, κατά την απελευθέρωσιν της Κρήτης.

Με την ιδέαν δε ότι και οι δύο ήσαν κοσμογυρισμένοι έτρεφε δι' αυτόν αίσθημά τι συναδελφότητος, το οποίον έτεινε να μεταβληθή εις έρωτα. Αλλά την προτίμησιν ταύτην έκρυπτε τόσον βαθειά εις την μικράν της καρδίαν, ώστε ουδ' αυτή η μητέρα της εμάντευε τίποτε.

Το εμάντευσε και από το βλέμμα το οποίον της έρριψεν ο πατήρ του Μανώλη όταν είπε προς τον πατέρα της ότι ήθελε να του ομιλήση. Ο Μανώλης δεν εμάντευε τίποτε· τόσον ήτο μάλιστα παραζαλισμένος, ώστε καλά καλά δεν έβλεπε. Και με τόσην ορμήν εσκόνταψεν εις μίαν πέτραν, ώστε ηναγκάσθη να κάμη διάφορα άλματα, ανάρμοστα εις την σοβαρότητα της στιγμής, διά ν' ανακτήση την ισορροπίαν.

Ο σύντροφος αυτής ενόει το τέχνασμα, εμάντευε τον σκοπόν αυτού και ηρυθρία ή εξέπεμπε στεναγμούς, ικανούς να κινήσωσι τας πτέρυγας ανεμομύλου, αλλ' εις ταύτα μόνα περιωρίζετο, η δε ημέρα παρήρχετο, ως αι άλλαι, πλήρης πόθων ματαίων και ελπίδων διαψευδομένων. Αλλ' ούτε συ, αναγνώστα, ούτ' εγώ έχομεν τόσας ημέρας να χάσωμεν.

Έβλεπε μόνον τον υιόν χρηστών γονέων και τον νέον τον άλκιμον τον δυνάμενον με μίαν γροθιάν να συντρίψη τον καχεκτικόν Τερερέν, όστις την ενοστιμεύετο. Εν τω μεταξύ ο Αστρονόμος, όστις εγνώριζεν ή εμάντευε το αίσθημα του παρακαθημένου Τερερέ, διασκέδαζε παροξύνων την ζηλοτυπίαν του: — Μωρέ δε θωρείς; του εψιθύρισεν· ο Πατούχας, απού τον είχαμε για ζωντόβολο, τα 'ταίριασε με το Πηγιό.