United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.

Μα σα δε θέλει, δεν μπορώ και να τση βάλω το σκοινί στο λαιμό. Μα και δε σου ταιριάζει τουλόγου σου μια γυναίκα σαν τη Μαργή γή σαν την Πηγή. Αυταίς είνε μικροκοπελιές ακόμη και δεν μπορούνε να ξεδιακρίνουνε το κακό απού το καλό. Μουδέ ν' αγαπήσουνε και να λατρέψουνε τον άντρα που θα πάρουνε δεν κατέχουνε. Ο νους τως είνε άπηχτος ακόμη.

Μία κορασίς ιδίως, ανυπόδητος, ως ήσαν και οι περισσότεροι αρσενικοί, και μαύρη εκ φύσεως και από το ηλιόκαυμα, δεν έπαυεν, αλλά χοροπηδώσα ως τρελλή, επανελάμβανεν: Έβγα μύγια απού το βώλο κέμπα στου βουγιού τον κώλο ... Κού-κου! κού-κου! κού-κου! — Κατερινιά! εφώναζεν ο βουκόλος και ώρμα εναντίον της.

Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς: — Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!

Κιαμέ είντα; του χοίρου τη μούρη πρέπει νάχω για να τώςε ξαναμιλήσω. Ας τη λουστούνε τη θυγατέρα τως. Και την άλλη φορά ο γέρος μούκανε μια προσβολή απού δεν ήφεγγα να πορίσω απού την πόρτα ... Δε θέλω μπλειο να τσοι γνωρίζω και την Πηγή τως ας τη χαρούνε. Και να μου τη χρουσώσουνε δεν τήνε θέλω.

— Ο Μουντίρης φοβερίζει, μα είντα θα κάμη; Το Μανώλη δε θα τόνε πιάσουν εύκολα οι Αρναούτες του κι' εκατό μαζή να τόνε κυνηγήσουνε. Εγώ θα του πέψω το τουφέκι και θα του παραγγείλω φωτιά στη φωτιά. Καλλιά 'ν' η μάννα του φονιά παρά του σκοτωμένου. — Κιαμέ να δης το Πηγιό το κακορίζικο χαραίς, απού' καμε! είπεν η Σαϊτονικολίνα μετά βραχείαν σιωπήν. Είχα καιρόν να τήνε δω να γελάση.

Μανώλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θαρραβωνιαστής την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτής. Όλοι οι ντεληκανίδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσης τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ' από δυο χωριά. Ο Μανώλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν. — Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε.

Και επί τέλους κατώρθωσε να συλλάβη τον πάσσαλον, τον οποίον ο ημίονος έσυρεν εις το άκρον του σχοινιού, και με ισχυράν έλξιν ηδυνήθη να σταματήση το ζώον. — Δεν είνε παράξενο; είπεν ο Αστρονόμος. Αν ήτον ο Τερερές, απού 'νε μιας μπάτσας άθρωπος, θα τον εφοβούντονε· και το μουλάρι, απού μπορεί με μια τσινιά να τόνε ξεβγάλη, δεν το φοβάται. Και ο σοφός έδιδε την εξής εξήγησιν εις το πράγμα.

Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κιόλο σε σένα τρέχει....» Το Βαγγελιό μούκοψε το διάβασμα κείπε: — Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου πρέπει! «Πώς θα τόνε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Η μέρες μου φαίνουνται χρόνοι.

Εγώ τελειωτικό λόγο δεν ήδωκα με το Θωμά· και σα δε θες την κοπελιά, να του πω να τη δώση του Τερερέ απού τήνε θέλει και την εζήτηξε κιόλας. Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ' εξηκολούθησε να σιωπά. — Να του 'πω του Θωμά πως δεν τη θες την Πηγή και να τήνε δώση του Τερερέ; ηρώτησε και πάλιν ο Σαϊτονικολής εντονώτερα. Ιδρώς αγωνίας εφάνη εις του Μανώλη το μέτωπον, μέχρι του οποίου είχε φθάσει το ερύθημα.