Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουλίου 2025


Εις απάντησιν ο Πάπος ήρχισε να ροχαλίζη. Το φεγγάρι είχε «πιασθή χειμωνιάτικο», και όλοι έλεγαν «δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης». Την πρώτην ημέραν ήτο ευδία, και την δευτέραν ως το δειλινόν. Προς το βράδυ ο καιρός εχάλασεν. Απειλητικά σύννεφα είχον σωρευθή προς βορράν και προς ανατολάς· την νύκτα ο καιρός εχειροτέρευσε πολύ, και προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία.

Βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω απ' τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώτο βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν! Τούτος εδώ βαστάζον θα με κάμη τώρα· τον εντερόσακκον αυτόν να σύρω πρέπειτο πλαγινό δωμάτιον· καλή νύκτα, μάννα.

Ας δουλεύση! τι αξίζει απ' την υπόνομόν του να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα! βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω εις τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώτο βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!

Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της ΒασιλικήςΒασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.

Μα εγώ σε στενοχώριες πέφτω σήμερα βαρειές, βλέποντας εικοσαριές να τραβάη το φεγγάρι, γιατ' οι τόκοι δρόμο παίρνουν. — Παιδί! άναφ' το λυχνάρι, φέρε το κατάστιχό μου, να το πάρω να διαβάσω πού χρωστάω, και τους τόκους να τους καλολογαριάσω. Φέρε το λοιπόν εδώ και τα χρέη μου να ιδώ. Αλλοί! κάλλιο να το 'χε πάρη μέσα στο μάτι ένα λιθάρι!

Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα!

Τη νύχτα εκείνη εδιάλεξε ο 'Μέρ για το σκοπό του. — Απόψι αγρύπνια ολονυχτίς, λέειτο σύμβουλό του, Κ' ύστερ' απ' τα μεσάνυχτα, 'σάν το φεγγάρι φύγη, Την ώρα που των Χριστιανών η εκκλησιά ανοίγει Και πάνε τα Χριστούγεννα αυτοί να λειτουργήσουν Καιτα προχώματα 'ψηλά κανένας δε θα μείνη.

Και δε φοβάσαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους κόπους, τα ποτάμια, Και δίνεις μ’ ευχαρίστηση και προθυμιά μεγάλη Διαμάντια για τους κόπους μου, φλωριά για τες ορμήνιες, Πετάξου σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια, Σε ποταμούς και σε λακκιές και φέρε μου στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο , Τρία περόνια γύφτικα , μια πιθαμή καθένα, Φκιασμένα τα μεσάνυχτα, αυγό μονομερίδας, Χολή οχιάς φαρμακερής, χελώνας αντεράκια, Μάτι σκορπιού κατάμαυρο, κατώχειλο γουστέρας Ποδάρια αράχνης κυβουριού, αγκάθι σκαντζοχοίρου, Κοιλιά γεμάτη σκουληκιού, τομάρι μαύρου άσβου, Αρκούδας ζέρβικο νεφρό, με ξύγγι σκεπασμένο, Σκυλλόδοντο λυσσάρικου και λιμασμένου λύκου, Μύτη κοράκικου σκυλλιού, λιάρας νυφίτσας σπλήνα, Σερνικοθήλυκου λαγού αυτί ριζοκομμένο, Μυαλό γαλάρας αλεπούς, αγριόγατας συκώτι, Κοράκου κόκκαλο ζερβί, πλεμόνι κουκκουβάγιας, Μπούφου κατάμαυρου καρδιά, βυζάκι νυχτερίδας, Νύχι δεξί χαμόρραγκα, λαρύγγι γουρουνίσιο, Γλώσσα από κίσσα θηλυκή, σκουτί πο πεθαμμένο, Τρεις τρίχες πο της Κορασιάς τες μακρειές πλεξίδες, Και σε κακάβι αγάνωτο, παλιό, χαλκωματένιο.

Τόρα το φεγγάρι εψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου και το ζωντανό και ολόπυρο φως του ήλιου εδιαδέχθηκεν ένα φως ήμερο και γλυκό, που έδειχνε την πλάσι όλη κοιμισμένη σε όνερο. Τα μακρινά νησιά και περιγιάλια σκοτεινιασμένα, ενόμιζες πως έπλεκαν όγκοι πελώριοι στον θαμπόν αιθέρα κ' έδιναν να μαντεύης παρά να ξεχωρίζης τα σχήματά τους.

Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν