Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουλίου 2025


Τo φεγγάρι ήτονε βγαλμένο νωρίς: ήτον πανσέληνος εκείνην τη βραδιά. . . Ο Νίκος έδωσε της Βεργινίας το σκονάκι για τον ύπνο, που έκανε δυο-τρεις ώρες ως να ενεργήση.

Το νερό αργοκίνητο, χωρίς μουρμουρητά ή παράπονα, περνούσε αφλοίσβητο ανάμεσα στις πρασινάδες. Κάτω από τον ήλιο ο Ποταμός φορούσε τα χρυσάφια του και στολιζότανε με διαμάντια και με ζαφείρια· κάτω από το φεγγάρι έβαζε τασημένια του και φορούσε τα οπάλια και τα μαργαριτάρια του· μέσα στο σκοτάδι της νύκτας ντυνότανε τα μαύρα του βελούδα, κεντημένα με χρυσά άστρα.

Και τι λένε; Ακκούμπησε στο παράθυρο, βγήκε ο μισός έξω και τήραξε περίεργα το σκοτεινό μαγνάδι των λάκκων. Το φεγγάρι πρόβαλε ξαφνικά πίσω του κ' έχυσε φως κάτασπρο στην απλωσιά. Ολόγυρα τα ξερριζωμένα κορμόδεντρα, τα κούτσουρα των αμπελιών, τα στάχυα, τα κωλορρίζα του καπνού, οι ελιές κοίτονταν πτώματα. Το μετόχι έμοιαζε μ' ανθρωπομακελλειό.

Κι' ένα φεγγάρι εδώ αν αργείς το τέρι σου να σμίξεις, στενάζεις μες στ' ανάφρυδο καράβι σα σε σπρώχνει αλάργα η βαρυχειμωνιά και τ' αγριεμένο κύμα· μα εμείς, μας βρήκε ο έννατος που κυκλοφέρνει χρόνος 295 ασάλεφτους εδώ. Για αφτό δεν είναι κατηγόρια που τα παιδιά ανυπομονούν να φύγουν. Μα και πάλι ντροπής καιρό να λείπουμε και να γυρίσουμε άδιοι.

Ο φλόμος μύριζε τριγύρω, το γαλαζωπό φεγγάρι έλαμπε πάνω στα ερείπια του πύργου σαν φλόγα σε μαύρο κηροπήγιο και έμοιαζε να μη θέλει να προβάλει ξανά η μέρα σ’ εκείνη τη νεκρή γωνιά του κόσμου.

Έτρεχε η βάρκα μας αργή· εδιάνοιγε η καρίνα μας ταφροστεφανωμένα αβλάκια πίσωθε· να παίζη, να κυλιέται, να χορέβη το φεγγάρι μέσα τους. Βουβός ο γέρος ο ψαράς έλαμνε τα κουπιά μας.

Της αυγής η ουράνια η δροσούλα Ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια. Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ' ταις κορφούλαις, Κι' ανάρηα-ανάρηα αρχίζουνε τ' αστέρια, το φεγγάρι Ο κυνηγός που ροβολά με ταις Νεράιδες πίσω Φτάνουν ως το χωριό σιμά. Προβαίνει η χαραυγούλα, Κ' ήρθεν η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια Και φεύγουν η Καλόγνωμαις.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.

Τότε τα ψηλά δένδρα τον λυπηθήκανε, μετανόησαν που τον είχαν προδώσει με το βουητό τους, και το ψηλό το κυπαρίσσι, που άγγιζε με την κορφή του το φεγγάρι, τούγνεψε από ψηλά και του είπε: — Σαν θέλης να ξανάβρης την αγάπη σου, βάλε ατσάλι στην καρδιά και σίδερο στα πόδια και τράβα το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Το βασιλόπουλο αναστέναξε.

Τας ημέρας του γήρατός του τας εδαπάνα παριστάμενος θεατής των ναυπηγουμένων πλοίων, ερχόμενος κατά πάσαν εσπέραν με την τσιμπούκαν του, με την μακράν καπνοσακκούλαν του κρεμασμένην επί του τσοχίνου επανωβράκου, διά να καμαρώση τους κόπους και τας ελπίδας των άλλων και παρηγορηθή, διότι, πεισθείς εις τας απαιτήσεις των υιών του, ισχυριζομένων ότι ήτο πάρα πολύ γέρων, είχε παραχωρήσει αυτοίς την πλοαρχίαν. «Σα θα κάμετε το Σταυρό σας να κόψετε τον κερεστέ· παιδιά, να κυττάξετε καλά, πόσων ημερών θα είνε το φεγγάρι . . . Κι' όντας θα σκαρώσετε, με το καλό, να ξετάζετε, πού είνε ο αστέρας . . . &Βάρδα μπένε&, να μη σκαρώσετε, μουδέ να το ρίξετε στο γιαλό, την ημέρα που είνε 'λιοτρόπι . . . » Και έδιδε βραδύγλωσσος πολυτίμους οδηγίας εις τον πλοίαρχον, ως και τον πρωτομάστορην, περί πάντων των συντελούντων εις την επιτυχή ναυπήγησιν ως και εις την ευόδωσιν και προκοπήν του πλοίου.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν