Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνοςτον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάριτην θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• συχνάαυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.

Είπε και θάρρος έβαλετην πρόθυμην Αθήνη, κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.

Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.

Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 795 φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του, η Ιφθίμη, κόρη του υψηλούτο φρόνημα Ικαρίου, 'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη• κ' έστελνε αυτότα δώματα του θείου Οδυσσέα, κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, 800 να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση. σιμάτου σύρτη το λουρίτον θάλαμον εμπήκε, 'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε•

Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι, τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει, το εσπέρας όλοιτο γοργό καράβι να καταίβουν. 385 κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη. και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390 κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.

Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, όταντον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερητην όψι. 195 και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 «Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα Άρτεμις, να μη τήκεταιτους θρήνους η ζωή μου, ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205

τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθριατους μνηστήραις 5 άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. αλλ' εταράζετο η καρδιάτα σωθικά του εκείνου, και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμητην μάχη· 15 όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· τότεαυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκείτην φλόγα οπ' έχει ανάψει, ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότεαυτόν η Αθήνη 30 κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· «Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδούτο σπίτ' η σύντροφός σου, και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35

Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.

Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι• βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσα ακουσμένοι• και ο λίθοςόλα επέταξεν επάνω τα σημεία, γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε, τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195 με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο• όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα• δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν