Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε: — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα...
Κ' έτσι τα παιδιά, που κατοικούσαν εδώ, έπρεπε να γκρεμίσουν τα σπίτια τους και να φέρουν τα υλικά σ' άλλο νησί, όπου κάποιος πλούσιος συγκινήθηκε και τους έδωσε τόπο να χτίσουνε νέα σπίτια. Μα όταν είχε φορτωθεί κ' η τελευταία βάρκα κ' είταν έτοιμη να φύγη, έπιασε και το νέον η μανία και με το δικαίωμα, που είχε κι αυτός, άρπαξε το πελέκι.
Έσκυβε, έσκυβε κι επάνω στο μαύρο της προφίλ, όπως σ΄ εκείνο ενός βουνού, ο Έφις έβλεπε να λάμπει ένα αστέρι. «Τι μπορώ να σου πω, ψυχούλα μου;» «Τίποτε, γριά!» της είπε φωναχτά. «Σας ορκίζομαι ότι δεν ξέρω! Όταν όμως έρθει, θα σας ειδοποιήσω…..» «Εσύ είσαι καλός, Έφις! Ο Θεός θα σε ανταμείψει. Έλα εδώ, έξω…. Παρηγόρησέ την…» Του άρπαξε τα χέρια και τον τράβηξε έξω.
Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων: — Κουκουβάου!... κουκουβάου — βάου!...
Τότε άρπαξε με τη γερή χερούκλα το μπροστήθι και τράβαε, κι' έπεσε όλο του ως πέρα, και του κάστρου άνοιξε δρόμο σε πολλούς γυμνώνοντάς του απάνου.
Ο Σβεν τα έχασε κι απάνω στον κίντυνο βρήκε καταφύγιο τα λουλούδια που κρατούσε. Τα έδωσε της μαμάς. Μα δεν είτανε διόλου ανάγκη να το κάμη. Γιατί η μαμά είτανε τόσο τρομαγμένη κ' είτανε τόσο ευτυχισμένη που τον ξανάβλεπε, ώστε τον άρπαξε μόνο στην αγκαλιά της μισοκλαίοντας, μισογελώντας και τον άφησε να τη χαδεύη.
Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους.
Έβγαλε μια φωνή κι άρπαξε από τα χέρια της Ασημίνας την εικόνα. Εκείνη τινάχτηκε ολόρθη μ' ένα φυσομάνημα σα λάμια. — Μη την σκίζετε, κυρία, να ζη ο αφέντης. Δεν είχε τέτοια σκέψη η κυρία Μαχαλά· μα η Ασημίνα της την έδωκε.
Μα ο πλάτανος βαστούσε γερά. Τότε πλησιάζει ένας από τους σοφούς, και του λέει σιγά· — Δε θα καταφέρης τίποτα με το τσεκούρι· ο πλάτανος θέλει δυναμίτη. Αμ' έπος αμ' έργον ο Αριστόδημος. Άρπαξε ένα μασσούρι δυναμίτη, τόρριξε στην κουφάλα του και τ' άναψε. Μάννα μου! τι κακό ήταν εκείνο! Ο γεροπλάτανος έβγαλε ένα βογγητό που πάγωσε το αίμα μου.
Δέφτερος τότες ναν τον φάει χοιμίζει ο Αχιλλέας, 595 μα ο Φοίβος δεν τον άφισε τη νίκη ν' απολάψει, τι τον Αγήνορα άρπαξε, και σκεπαστό μ' αντάρα όξω να πάει τον έστειλε χαρούμενο απ' τη μάχη. Κατόπι του Πηλιά το γιο αλάργεβε οχ το πλήθος μ' απάτη· τι όλος μιάζοντας ο προφυλάχτης Φοίβος 600 σαν το λεβέντη Αγήνορα, κινάει κι' ομπρός του τρέχει γοργά, κι' εκείνος χύθηκε ξοπίσω κυνηγώντας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν