Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.

Ο Σβεν τραγουδούσε και γελούσε και λάμπανε τα μεγάλα γαλανά μάτια του. Γιατί να ντρέπεται να τραγουδά, αφού διασκέδαζε ο ίδιος τόσο μ' αυτό κι αφού κιόλας τραγουδούσε τόσο ωραία; Αυτό το είχε πει η μαμά κι όταν εκείνη εύρισκε πως τραγουδά ωραία, έπρεπε να το βρίσκουν όλοι ωραίο.

Όμως από τότε η ιστορία αυτή του έγινε η πιο αγαπημένη και σχεδόν κάθε πρωί, όταν, η μαμά χτένιζε τα μαλλιά της, ερχόταν ο Σβεν, κατέβαζε την παράξενη εικόνα και παρακαλούσε τη μαμά να του διηγηθή. Μα συνέβηκε κάτι άλλο ακόμα του Σβεν κι αυτό έγινε το χειμώνα. Τον είχαν πάρει μαζί στο θέατρο, σε μιαν απογεματινή παράσταση, που δινότανε μια Κυριακή.

Μπορεί όμως να γίνη άγγελος και να βγάλη λευκά φτερά στους ώμους, είπε ο Σβεν. — Βέβαια θα γίνη, είπε η μαμά. Μα ο Σβεν αναστέναξε και δεν έμεινε ευχαριστημένος. — Γιατί δεν μπορεί να πάη μαζί η γερόντισσα αφού το θέλει; είπε. — Αυτό δεν το ξέρει κανείς, Σβεν, είπε η μαμά, μόνο ο Θεός το ξέρει. — Το ξέρει αυτός; — Ναι, το ξέρει. Ο Σβεν ξαναβγήκε όξω στον ήλιο και στους βράχους.

Μια μέρα όμως δεν ξέρω πως κατέβηκε του Ούλοφ να του πη πως έχει μακριά μαλλιά σαν κορίτσι. Αυτό το είχε ακούσει ο Σβεν και πριν, μα δεν τον έννοιασε. Τώρα όμως ο μεγάλος αδερφός πρόστεσε: — Μα δεν πηγαίνει πια, αφού έχεις αρρεβωνιαστικιά. Κι αυτό έκαμε βαθειά εντύπωση του Σβεν. Από την ημέρα αυτή δεν έπαψε να τυραννή τη μαμά για τα μαλλιά του. — Θέλω να έχω τα μαλλιά σαν τάλλα αγόρια, έλεγε.

Μα όταν η μαμά έμεινε μόνη με το Σβεν, τον πήρε στην αγκαλιά της και του διηγήθηκε, σα να είταν παραμύθι, πόσο είταν ανήσυχη και τι τρόμο δοκίμασε η ψυχή της. Του είπε πως νόμισε πως ο Σβεν έσπασε το πόδι του και πως είτανε πεσμένος μόνος μέσα στο δάσος και πως δε θα τον ξαναύρισκε παρά μόνο νεκρό.

Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια. Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ένα μόνο δεν ήξερε ο Σβεν και δεν μπορούσε να το νοιώση: Πόση ώρα έλειπε από κει. Γιατί δυο ώρες και μια στιγμή είτανε γι' αυτόν το ίδιο. Όταν όμως πέρασε γοργά το λιβάδι κι άρχισε να τρέχη πάλι για να φτάση στη μαμά και να τον αγκαλιάση εκείνη, να τον χαδέψη και να τον φιλήση, κι αυτός να της διηγηθή τι ωραία που διασκέδασετότε τρόμαξε ο Σβεν ακούοντας πώς αρχίσανε να φωνάζουνε γύρω του.

Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.

Καλότα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη, διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε; ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις; — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην μητρικήν ερώτησιν.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν