United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλώς ήλθετε· αλλά ο θειοπατέρας μου και η μανναθειά μου είναι γελασμένοι. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Εις τι, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν είμαι τρελλός ειμή όταν φυσά βορειοδυτικός · όταν πνέει νοτιάς, είμαι καλός να ξεχωρίσω γεράκι από λάκραν. Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Καλώς σας εύρηκα, ευγενέστατοι.

Φύσα, χρυσέ μου, φύσα! ηκούσθη ο καπετάν Γιάννης, αποτεινόμενος προς το ούριον αεράκι. Η σκούνα εμβαίνει ήδη εις τον Ελλήσποντον ως νύμφη εις την παστάδα.

Μην την εξυπνάς . . . Σαν ξυπνήση, ύστερα, να το πιη αυτό. Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκοκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία εν αμηχανία, επεθύμει να την ερωτήση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμε κακή λεχωσιά· κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.

Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα επανέλαβεν: — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! Σαν είσ' αββάς, βάστα!

Έλα γέρα, πάρε το φλάουτο και φύσα! επρόσθεσε το παιδί, δίνοντάς του με καμώματα το όργανο και γελώντας κάτω από την άχνα του μουστακιού του. Οι άλλοι ξεράθηκαν στα γέλοια. Ο γέρος πέταξε το κουπιά και τινάχτηκε μπροστά στον πάγκο, ίσιος τώρα σαν λαμπάδα, με τα μάτια σπιθόβολα, με το μεγάλο μέτωπο φωτισμένο.

Και είναι βεβαίως ορθόν να δεχθώμεν ότι, αφού είναι σοφός αυτός ο άνθρωπος, δεν λέγει φλυαρίας. Και λοιπόν ας τον παρακολουθήσωμεν. Άραγε ενίοτε, όταν φυσά άνεμος, δεν συμβαίνει την ιδίαν στιγμήν άλλος μεν να κρυόνη, άλλος όμως να μη κρυόνη; και πάλιν άλλος μεν να κρυόνη ολίγον, άλλος δε πάρα πολύ; Θεαίτητος. Βεβαιότατα. Σωκράτης.

Και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή. Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρταν της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν χάλκωμα, έχυσε νερόν εντός, έρριψε ξηρά ξύλα εις την εστίαν, και ανεβίβασε το χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να φυσά το πυρ.

Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: &δεηθήναι πάντων υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων&. Ο κυρ Χαλέμ φυσά. — Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων. — Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα. — Την θέλει! φωνεί ο χορός

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όταν αγέρας σηκωθή ξερός, και μέσα τους χωθή, τότε σαν φούσκα της φυσά, όπου με βια της σπάει κι' απ' την πυκνότητα βαρύς έξω ευθύς πηδάει, και τούτο γίνετ' αφορμή, απ' τη μεγάλη την ορμή κι' από τον κρότο τον δικό του, να καίη αυτός τον εαυτό του. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία! να γιατί στων Διασίων τη γιορτή το ίδιο πράμα έπαθα χωρίς να το νοήσω.

Αλλ' όμως μου φαίνεσθε και συ και ο Σιμμίας ότι ηθέλετε συζητήσει με ευχαρίστησιν και τούτο το ζήτημα ακόμη περισσότερον και ότι έχετε τον φόβον των παιδιών μήπως πραγματικώς ο άνεμος πάρη και διασκορπίση την ψυχήν εν ώ εξέρχεται από το σώμα και μάλιστα όταν τύχη κανείς ν' αποθνήσκη όχι εν καιρώ γαλήνης, αλλ' όταν φυσά κανένας μεγάλος άνεμος.