Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Και συ δε, ρήτωρ, άφησε την τόσην απεραντολογίαν και την πληθώραν των λόγων, τας αντιθέσεις και τας παρομοιώσεις, τας στρογγυλάς περιόδους και τους βαρβαρισμούς και τα άλλα βάρη των λόγων. ΡΗΤ. Ιδού, τα αφίνω. ΕΡΜ. Καλά. Ώστε τώρα λύσε τα σχοινιά, ας τραβήξωμεν την σκάλαν, ας ανελκυσθή η άγκυρα, τέντωσε το πανί και κανόνισε το τιμόνι• και τώρα καλό ταξείδι.
Ένοιωσα πως αυτό που είπε, το είπε σοβαρά κ' ήξερα πως η λέξη αιστηματικότητα δεν είχε δω τη θέση της. Μα είδα κιόλας πως περίμενε να της πω κάτι και γω και γι' αυτό της απάντησα: — Δεν πιστεύεις πως κατιτί μπορεί να γεράση και να γίνη συνηθισμένο, χωρίς να χάση τίποτε από τη δύναμη, τη χαρά και την ιερότητά του; Τέντωσε τα μάτια και με κοίταζε, σα να ήθελε να δη στο βάθος της ψυχής μου.
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και κράζει στους συντρόφους να ζέψουν τ' άλογα· κι' αφτοί τα ζέβουν χέρι χέρι. 260 Απάνου τότε ανέβηκε και τα βοϊδήσα γέμια τέντωσε πίσω, κι' έπειτα στο πλουμισμένο αμάξι ανέβηκε ο Αντήνορας του βασιλιά από δίπλα· και μέσα απ' τη Ζερβόπορτα τραβάν κατά τον κάμπο.
Ο Σβεν ξανακρέμασε την εικόνα στη θέση της. Το άλλο πρωί όμως την πήρε πάλι κι αφού την κοίταξε μια στιγμή, ζήτησε της μαμάς να του ξαναπή την ιστορία. Πάλι κάθησε ο Σβεν κι άκουγε και πάλι τέντωσε ξαφνισμένος τα μεγάλα μάτια του. — Πιστεύεις, μαμά, πως ο νέος είναι λυπημένος που θα πεθάνη; είπε. — Ναι, μα η αρρεβωνιαστικιά του είναι περσότερο λυπημένη, απάντησε η μαμά.
Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.
— Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.
Προκειμένου δε και μεταξύ τούτων να εκλέξωμεν, ηθέλομεν προτιμήσει αδιστάκτως τας στροφάς, δι' ων περιγράφεται ο ίππος του Αλή, αποτελούσας το στιλπνότερον ίσως της βαλαωριτείου ποιήσεως κομβολόγιον μαργαριτών: Ακούει τον πόλεμο και χλημητάει, Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει· Ολόρθ' η χήτη του, ολόρθ' η ορά, Λιγάει το σώμα του σαν την οχειά κτλ.
Κάνε ώστε αυτός που προχωρεί κει κάτω να μη με αντιληφθή πριν από την στιγμή που θέλω!» Με το ξίφος στο χέρι, τον περίμενε. Αλλά κατά σύμπτωσι ο Γκοντοΐν πήρε έναν άλλο δρόμο και απεμακρύνθη. Ο Τριστάνος βγήκε από τη λόχμη απογοητευμένος, τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε. Αλλοίμονο! ο άθλιος ήτανε εκτός βολής φτασμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν