Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα όλοι κτίζουν, και συσυμφορά σου! — κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα· αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου. Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. . μήπως είναι κανείς τραπεζίτης; κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . . κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.

Αφτό σημαίνει που το ς της αρσενικής ονομαστικής ή της θηλυκής γενικής βάσταξε και πάντα βαστά όλη του τη δύναμη και χρήση. Η γλώσσα θα είταν ξένη, αν οι ξένες λέξες δεν κλίνουνταν. Άμα κλίνουνται, θα πη πως έγιναν πια γραικικές· με λέξες ξένης παραγωγής η γλώσσα δε χάνει το χαραχτήρα της και μνήσκει πάντοτες η ίδια. Έτσι είναι ακόμη και σήμερα. Το γαλλικό το faux-col το ξέρετε.

Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας: — Πάρ'τα, αδερφέ! Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι' όλα... — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιοείπε εκείνος, που τα είχε βρη. — Μακρυά από εμένα το άδικο!

Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».

Ο Σαϊτονικολής τον παρετήρησεν άναυδος επί τινας στιγμάς, μεθ' ό του είπεν αυστηρώς: — Είντα λόγια 'νε, μωρέ, αυτανά που λες; Εξανακούστηκε να λέη το παιδί στον κύρη του πως θέλει παντριγιά γιατί δεν βαστά μπλειο; Και έπειτα εξαφθείς: — Να χαθής από μπρος μου, γάιδαρε, να μη σε θωρώ! του είπεν. Εγώχα στο νου μου να σε παντρέψω την ερχομένη Λαμπρή, μα 'δα, μούδε την ερχομένη, μούδε την αποπάνω.

Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία; και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;

Όπου ο ρωμαντισμός βαστά, κράτησε και το αποκλειστικό τούτο κοίταμα.

Α' ΑΝΗΡ Και αν σε κοροϊδέψουν, τι; Β' ΑΝΗΡ Στην πόρτα θα σταθώ μπροστά. . .. Α' ΑΝΗΡ Και τι θα κάνης δηλαδή; Β' ΑΝΗΡ Κι' όποιος τα φαγητά βαστά θα τα βουτώ. Α' ΑΝΗΡ Ο υστερνός θα ήσ' όλου του κόσμου. Παρμένων! Σίμων! πάρετε στους ώμους σας το βιος μου. Β' ΑΝΗΡ Στάσου και σε βοηθώ κ' εγώ.

Φανταστήτε τι είναι, μια γλώσσα να ζη τόσους αιώνες και να μιλιέται τρεις χιλιάδες χρόνια και παραπάνω! Ίσως είναι μεγαλήτερη δόξα, παρά να την έχη κανείς μόνο γραμμένη στα βιβλία. Κι ωςτόσο είναι αλήθεια. Δεν κόπηκε η σειρά. Ο λαός πάντα σώζει και βαστά την παράδοση την αρχαία.

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν