Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


ΦΙΛ. Λοιπόν και συ, ω Μένιππε, άφησε την ελευθερίαν, την ελευθεροστομίαν, την αναισθησίαν προς την λύπην και το θάρρος και τον γέλωτα• διότι συ μόνος εξ όλων γελάς εδώ. ΕΡΜ. Όχι. Αλλά κράτησέ τα αυτά• διότι -είνε ελαφρά -και πολύ ευκολοσήκωτα και χρήσιμα εις το ταξείδι.

Η συζήτηση αυτή κράτησε δυο περίπου χρόνια στις στήλες του «Νουμά» και ήταν η πρώτη επιστημονική συζήτηση πούγινε στην Ελλάδα για το σοσιαλισμό. Ο Δραγούμης, εξόν από τούτο το άρθρο του, έγραψε τη μελέτη του «Κοινωνισμός και Κοινωνιολογία» που θα δημοσιευτεί στις κατοπινές σελίδες, κι ένα δυο άρθρα ακόμα.

Ο Έφις ένοιωθε να τον παίρνει μακριά κάτι που έμοιαζε με ορμή του ανέμου: αναμνήσεις και ελπίδες τον ανύψωναν. Περίμενε τον Τζατσίντο, και ο Τζατσίντο ερχόταν τάχα να του φέρει φανταστικά νέα: ότι βρήκε δουλειά, ότι κράτησε την υπόσχεσή του να είναι η παρηγοριά για τις ηλικιωμένες θείες του. Και ότι τάχα ο ντον Πρέντου είχε ζητήσει τη Νοέμι να γίνει γυναίκα του…

Όχι, είπε, κράτησε τα κι' αύριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί. — Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγοςτους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω. — Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά. Αλλ' ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Ο Τριστάνος κράτησε αυτά τα λόγια και χάρηκε. Αλλά ο Αντρέ ο προδότης άρχισε κι' όλα ν' ανησυχή. Ξανάβαλε τη Βασίλισσα στη σέλλα, κι' η πομπή απεμακρύνθη. Λοιπόν ακούστε μια κακή περιπέτεια, Άρχοντες.

Εσύ όμως να θυμάσαι, Έφις: το κτηματάκι το θέλω εγώ…Το μαρτύριο κράτησε σ’ όλο τον δρόμο, μέχρι που ο Έφις, περισσότερο κουρασμένος από το αν είχε πάει με τα πόδια, γλίστρησε από τα καπούλια και τράβηξε κάτω το δισάκι.

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!

Άξαφνα όμως πηδάει όξω από την πατουλιά η Κλανομάρω και φωνάζει τρομασμένη·Μη καπετάνε! μη, είμ' εγώ! Μη για το Θεό! Κράτησε ο στρατηγός τ' άλογο και κάνοντας τάχα πως παραξενεύτηκε και πως δεν κατάλαβε τίποτα, λέειτην Κλανομάρω·Ωρέ, εσύ εδώ μέσα, ωρέ Μάρω; — Τι να κάμω, καπετάνε, βούλωσε το ντουφέκι μου και δε μπόργα να πολεμήσω.

Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε κι αυτός κι εκείνη απόμειναν μονάχοι, βουβοί και βυθισμένοι σ' όνειρα, σ' αφηρεμάδα, σε λογισμούς ατέλειωτους. Πρώτη φορά που βλέπουνταν στη ζωή τους· περνούσε αποβραδίς απ' το χωριό το παλληκάρι, κι ο γέρος της που φημίζουνταν για ψωμοδότης και φιλόξενος άνθρωπος, τον κράτησε μια νύχτα στο σπίτι του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν