Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
— Ειμπορεί να έφθασε το μαντάτον πρωτήτερα από εμέ, αν και εγώ εστάλθηκα διά να το φέρω. — Να μου φέρης εμέ μαντάτο; — Όχι εις εσέ, εις τον αυθέντην σου. — Εις τον αυθέντην μου; — Ναι. Πού είνε τος; Ο Θευδάς έδειξε την κλειστήν θύραν του άντρου. — Είνε εκεί μέσα; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Ναι. — Και τι κάμνει; Ο Θευδάς εκίνησε τους ώμους. — Νόστιμο. Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν ο Θευδάς.
Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.
Ο Θευδάς ήθελε ναποσυρθή, αλλ' όμως έμεινε θεωρών εκ περιεργείας. «Κοιμάται!», είπε στραφείς προς αυτόν ο Μάχτος. «Άφησέ την να κοιμηθή», απήντησεν ο Θευδάς, κατά λάθος, διότι σκοπός του ήτο να είπη: «Εξύπνησέ την!» Ηγνόει και αυτός πώς να εξηγήση τούτο, αλλ' όμως δεν επεθύμει ναφήση την Αϊμάν κοιμωμένην και ναπομακρυνθή εκείθεν. « Εξύπνησέ την! », είπεν ο Θευδάς, ζητήσας να επανορθώση το αμάρτημα της γλώσσης του.
Ο Πλήθων εκάθισεν επί σκοπιάς τινος, οπόθεν η οδός ήτο ορατή επί τινα στάδια, και έβλεπε μήπως εφαίνετο μακρόθεν ο Θευδάς επιστρέφων. Ο δε Πρωτόγυφτος, άπαξ μόνον ανεφανίσθη μετά την συνδιάλεξιν του Πλήθωνος και της Αϊμάς. Ήτο περί το λυκαυγές.
— Αλήθεια, εις την ψυχήν μου, απήντησεν απαθώς ο Τρέκλας. — Αλλά πώς δεν μου τάλεγες πρωτήτερα, όταν ήλθες, αλλ' εφαίνεσο να είχες τόσην όρεξι. — Δεν ήθελα να σε τρομάξω από μιας αρχής, είπεν ο Τρέκλας. — Τι διάβολε! Και θα μας έλθουν κ' εδώ αυτοί οι καβαλλαρέοι; είπε μετ' αφελούς τρόμου ο Θευδάς. — Δεν ξέρω, δεν μου είπαν ακόμα τα σχέδιά των, είπεν ο Τρέκλας.
Τότε ο Θευδάς τω έκραζε: «Ξορκίζω σε!» Ο Μάχτος δεν απήντα, ή μάλλον η ηχώ της φωνής δεν έφθανεν εις τα ώτα του Θευδά, διότι ούτος καθυστέρει τετρακόσια βήματα. Δις μόνον είχεν αναγκασθή να σταματήση ο Μάχτος περιμένων να εξέλθη των καμπών της οδού ο Θευδάς, και τούτο διότι ευρέθη εν δισταγμώ, ενώπιον δυο οδών, μη γνωρίζων ποτέραν να βαδίση.
Δεν είμαι ζώον, καθώς ο Θευδάς. θα τον καταφέρω εγώ τον Γεμιστόν να πεταχθή εξω έξαφνα. Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Φτάνει να μην είνε κανείς κουτός, και πολλά γράμματα δεν χρειάζονται. Χόμο! Χόμο! έκραξε· κουτ, κουτ! Χόμο ήτο το όνομα του κυνός. Το ζώον τούτο, ακούσαν το όνομά του, έσπευσε προς τον καλούντα αυτό.
Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμεν!» Και η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.
Μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον, και η θύρα ηνοίχθη. Ήτο ο Θευδάς, όστις είχε κλείδα ως και ο κύριός του, δυναμένην έξωθεν νανοίγη την θύραν, αν και ήτο μεμοχλευμένη έσωθεν. Όπισθεν τούτου ίστατο και άλλος τις, όστις είχε την χείρα επί της καρδίας προσπαθών να συνέχη τους βιαίους αυτής παλμούς.
Ο Θευδάς προέβη δύο ή τρία βήματα προς το νεανικόν εκείνο σύμπλεγμα. «Πάμε να βρούμε τον κύριόν μου;» είπε προς τον Μάχτον. «Και πού είνε ο κύριός σου;», ηρώτησεν ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω», απήντησεν ο Θευδάς. «Τότε πού θέλεις να τον βρούμε;» Και αποστραφείς εξηκολούθησε να θεωρή την κόρην υπνώττουσαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν