United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στου χωριού τα σύγυρα αντίπερα, έξω στα Παρακήπια, έχει το φτωχικό ξωμάχι της η θεια Χρηστίτσα η καψόχηρα. Χωμένο μες τους βαθιούς τους ίσκιους τους πυκνούς τω δεντρικών, κρύβει πιστά στα βάθη του θερμά και αγαπημένα της ορφανής την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες.

Τα γεμάτα από θάλασσαν χανδάκια, τα οποία ήσαν ολόγυρα εις την αρχαίαν μητρόπολιν, κατά πρώτον μεν τα εγεφύρωσαν και έκαμαν δρόμον να πηγαίνη κανείς έξω και μέσα έως εις τα βασιλικά παλάτια.

Έπειτα ήλθαν προς αυτούς πρέσβεις και από των εν τη πόλει Αργείων και από των έξω, μετά πολλάς δε μεταξύ των συζητήσεις, γενομένας ενώπιον των συμμάχων, οι Λακεδαιμόνιοι απεφάνθησαν ότι οι ευρισκόμενοι εντός της πόλεως είχαν άδικον, και απεφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον του Άργους· αλλά συνέβησαν πολλαί αναβολαί και αργοπορίαι.

Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το έσφαξε.

«Τι πα να πη αυτό; Αυτός ο νάνος δεν συνηθίζει να με υπηρετή για το καλό μου. Αλλά θα την πάθη. Πολύ τρελλός θάταν όποιος θάφηνε να του πιάσουν τ' αχνάρια των βημάτων του». Κατά τα μεσάνυχτα, ο Βασιληάς σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τον νάνο καμπούρη. Σκοτάδι ήταν μέσ' το δωμάτιο. Ούτε κερί αναμμένο, ούτε λάμπα. Ο Τριστάνος σηκώθηκε όρθιος στο κρεββάτι του.

Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ' έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Άλλος καταπατεί του γείτονος το κτήμα, ή το δημοτικόν ή το μοναστηριακόν, και ωθεί τον δρόμον παρά έξω, άλλος ανοίγει μονοπάτι όπου φθάση, μέσα εις τους αγρούς, και συντομεύει τον δρόμον, άλλος κτίζει καλύβην, στρώνει άλωνα και κατασκευάζει φράκτην προς το συμφέρον του. Και το φεγγάρι εχαμήλωνε. Τέλος εχάσαμεν, ως εικός, τον δρόμον. Έβγαλα το σπερματσέτον και το ήναψα.

Όταν έμεινε μόνος ξάπλωσε στην ψάθα, αλλά, παρά τη μεγάλη του κούραση, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε την εντύπωση ότι οι τυφλοί είχαν ξαπλώσει εκεί δίπλα του και ότι τριγύρω και έξω, μέσα στα σκοτάδια, απλωνόταν ένα άγνωστο χωριό.

Οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι οι ιδικοί των φύλακες ήσαν πολύ κατώτεροι κατά τον αριθμόν από τους άλλους συμφύλακας, έπεμψαν τον Δημοσθένην να τους επαναφέρη. Φθάσας αυτός επροφασίσθη αγώνα γυμνικόν, τον οποίον εσύστησεν έξω του φρουρίου, και άμα εξήλθον οι άλλοι στρατιώται της φρουράς, αυτός έκλεισε τας πύλας.

Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής.