United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.» Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον.

Εις τούτους τους νομούς κατοικούσιν οι Ερμοτύβιες οίτινες όταν ήναι εις τον μεγαλείτερον πληθυσμόν των ανέρχονται εις εκατόν εξήκοντα χιλιάδας άνδρας, και εξ αυτών ουδείς μανθάνει βάναυσόν τινα τέχνην, αλλ' όλοι εξασκούνται περί τα πολεμικά έργα.

Ας ακούσωμε. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Ιδού η υπόθεσις της σκηνής. Ένας βοσκός είναι προσηλωμένος σε μια παράστασι που μόλις αρχίζει, όταν έξαφνα αποσπά την προσοχή του κάποιος θόρυβος στο πλάγι του. Στρέφεται και βλέπει ένα βάναυσον άνθρωπο που με πρόστυχα λόγια επρόσβαλε μια βοσκοπούλα. Ευθύς εξ αρχής παίρνει το μέρος του φύλου που όλοι οι άνδρες χρεωστούν να σέβωνται.

Ήδη εις την όψιν αυτού αναμνήσεις και πόθοι εγεννήθησαν και την κατεκυρίευον. Ναι, τον ηγάπα τον Στάθην ωρέγετο ακράτητος την βάναυσον ζωήν του, το άτομόν του, το εργατικόν· ανεγνώριζεν ότι δι' αυτόν και μόνον εγεννήθη, εις αυτόν έπρεπε. . . Έπειτα αυτός ήτο και της τύχης της!

Την στιγμήν εκείνην δυνατόν γαύγισμα σκύλου ηκούσθη από το κατάστρωμα πλοίου. Ήτο ο καραβόσκυλος της ιδίας φορτωμένης σκούνας, εις την οποίαν ανήκεν η φελούκα. Είχε πηδήσει επάνω εις το ακρόπρωρον, δίπλα εις την μακεδόνα, το βάναυσον κορυθαίολον ομοίωμα της πρώρας, και κατ' αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουράν, αναγνωρίσας την βάρκαν.

Και παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των — Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι. — Αχ! στα χαμένα νερά!

Εις τούτους τους νομούς κατοικούσιν οι Καλασίριες οίτινες όταν ήναι εις τον μεγαλείτερον πληθυσμόν των ανέρχονται εις διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας ανδρών. Δεν τοις είναι δε επιτετραμμένον να μετέρχωνται ουδεμίαν βάναυσον τέχνην, αλλ' επιδίδονται εις τα πολεμικά εκδεχόμενοι αυτά παις εκ πατρός.

Ηρυθρία διά το έθνος Του, διά την φυλήν Του· ηρυθρία όχι διά τον εξευτελισμόν της αθλίας υποδίκου, αλλά διά την βαθυτέραν ενοχήν των ανερυθριάστων κατηγόρων. Δι' άλλους παρ' αυτούς, τούτο θα ήρκει. Αλλ' αυτοί ουδέν είδον και ουδέν εξήγησαν, κ' εκεί ίσταντο ακλόνητοι, επιμένοντες εις την βάναυσον ερώτησίν των, άτεγκτοι και ανηλεείς.

Όταν ο Χριστομάχος Πάουλος, με την συνήθη βάναυσον φιλοπαιγμοσύνην του, ονομάζη τούτο «θαύμα δι' ήμισυ τάλληρον», αποδεικνύει μόνον την ιδίαν κακήν αντίληψίν του περί των ωραίων ηθικών μαθημάτων τα οποία εμπερικλείονται εις την διήγησιν, και τα οποία εις τούτο, ως και εις πάσαν άλλην περίστασιν, διακρίνουσι τα αληθή θαύματα του Κυρίου από των εν τοις Αποκρύφοις.

Ουαί εις αυτούς διά την καταθλιπτικήν υποκρισίαν των και δείψαν της πλεονεξίας των! Ουαί διά τον προσηλυτίζονα φανατισμόν των όστις μόνον παράγει μάλλον επικίνδυνον διαφθοράν! Ουαί διά την μωρίαν των ήτις τόσον συγχέει την ιερότητα των όρκων ώστε να φέρει τους οπαδούς των εις βάναυσον βεβήλωσιν!