United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον καμμίαν εορτήν, την άνοιξιν, εξήρχετο πρωί-πρωί με την μητέρα της, όπως μεταβάσα εις δίωρον απόστασιν από του χωρίου, ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, Κεχρεάς, μικρού διαλελυμένου μοναστηρίου εις ωραιοτάτην τοποθεσίαν προς την Θετταλομαγνησίαν, και επέστρεφε την εσπέραν, νύκτα πλέον, κομίζουσα εντός του καλαθίου τρυφερά του βουνού λάχανα, εκ των οποίων ωμά έτρωγεν η γραία τα περισσότερα, έως ου φθάσουν εις το χωρίον.

Αφού ανέβην υπέρ τα δισχίλια βήματα, σπεύδων και ασθμαίνων, είδα πέραν αντικρύ την σελήνην, εκείθεν του συδένδρου λόφου του κρύπτοντος όπισθέν μου τον ορίζοντα, είδα την σελήνην απαλλαγείσαν της λοφιάς του αντικρυνού, μεμακρυσμένου βουνού, όπου επί τινα λεπτά εφαίνετο ως να είχε βάλει φωτιάν εις έν δένδρον μεμονωμένον, όρθιον επί της κορυφής του υψηλού λόφου, του φράσσοντος τον λιμένα· το δένδρον εφαίνετο ως να καίεται· είτα η Εκάτη, αφήσασα το δένδρον μαύρον και σκοτεινόν απόκαυμα, ανήλθε βραδεία, εν αγλαΐα και αποθεώσει φαεινή, ύπερθεν της λοφιάς του όρους.

Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού. — Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον. Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την πόλιν.

Ο Μύλος έκειτο εκεί, όπου η του Βεξ λεωφόρος πηγαίνει υπό τας χιονοσκεπείς βραχώδεις κορυφάς, οι οποίαι εις την εκεί τοπικήν γλώσσαν λέγονται Ντιαμπλερέτ, όχι μακράν από ορμητικόν χείμαρρον του βουνού, ο οποίος ήτο λευκόφαιος σαν κτυπημένη σαπουνάδα.

Ίσκιωνε ο κάμπος χαμηλά κ' η ρεματιές θολώναν, Τ' αεράκι κρυφομίλαε με του βουνού τα φύλλα, Γυρνούσαν από τες βοσκές τ' άγρια πουλιά της έρμου, Σα λιθοσώρι ο χρυσαετός ατάραγος κι' ολόρθος Ανάκραζε το τέρι του μες του γκρεμού το φρύδι, Αράδιαζε από διάρραχο μικρό κοπάδι κι' άσπρο Και κάπου ακουόταν σαλαγή, κάπου βραχνή φλογέρα.

Έπειτα, αφού θα έκαμνε τον γύρον του βουνού, έπρεπε πάλιν να περιπατήση έως το βράδυ, χωρίς πούπετα να σταθή, και τότε μόνον θα έφθανεν εις τον ελαιώνα, όπου ο παππούς, πέραν εις την άκραν της ρεματιάς, είχεν ένα χωράφι ιδικόν του σπαρμένο με βαμβακιές και δίπλα εκεί την πτωχικήν του καλύβην.

Παντού τον εύρισκέ τις, όπου και αν έτεινε το ους· άνω και κάτω, εις τα χωρία πέραν, εις του βουνού τας κλιτύας, υπό τας ηλιακάς ακτίνας και εις τον ψίθυρον των φύλλων. Τον ήκουε παντού και πουθενά ωρισμένως, ωσεί η φύσις, ολόκληρος έψαλλε πέριξ.

Και βρήκε χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο. Και έκαστε ομπρός του, τούπιασε με το ζερβύ της χέρι 500 το γόνα, και με το δεξύ τού αγγίζει το πηγούνι κι' έτσι τον πρωταφέντη γιο περικαλάει του Κρόνου «Αφέντη Δία, αν άλλοτες μες στους θεούς με λόγο ή μ' έργο εγώ σ' ωφέλησα, αχ κάνε μου μια χάρη!

Και υψηλός, μεγαλόκορμος ανήρ, με ορθάς τας πλάτας, με το κόκκινον πλατύ ζωνάρι, συνέχον την μακράν σέλλαν του βρακίου υπό τους βουβώνας του, είχεν αναβή, ο δαιμόνιος, υψηλά επί της κουπαστής, και ο ίσκιος του, μακρός υπό τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, εμεγεθύνετο τεραστίως, των μεν σκελών πιπτόντων εντεύθεν της λίμνης, επί των φυτών του σικυώνος, του δε κορμού αορίστως κυμαινομένου επί του ύδατος, και της κεφαλής ζωγραφουμένης μεγαλοπρεπώς πέραν της λίμνης, προς ανατολάς, εις την υπώρειαν του βουνού.

Λευκές οι πέτρες και φαλακροί μ' αδάμαστοι οι βράχοι αγωνίζονται με πείσμα κι' επιμονή, Κι' ακόμα η κορυφή του βουνού υπερήφανη και αγονάτιστη δείχνει όλη την παγερή της περιφρόνηση, στον επιδρομέα. Κι' ικανοποιημένος έβγαλεν ένα συμπέρασμα που τον ευχαρίστησε πολύ, γιατί χαμογέλασεν αμέσως.