Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Οι λόγοι του Παντελή μου έδωκαν θάρρος, αλλά μου έφερον και ύπνον συγχρόνως. Ήμην απηυδημένος εκ του ταξειδίου. Έπεσα λοιπόν κατά γης επί τριχίνου σάκκου και εντός ολίγου απεκοιμήθην. Την πρωίαν ανέτελλε μόλις ο ήλιος, ότε οι δημογέροντες έκρουσαν εκ νέου την θύραν και εισήλθον εις την καλύβην, σιωπηλοί και κατηφείς ως χθες.
Τοιουτοτρόπως ο πλέον ανήσυχος περιπλανώμενος άνθρωπος ποθεί τέλος πάλιν την πατρίδα του, και ευρίσκει εις την καλύβην του, εις την αγκάλην της συζύγου του, εις τον κύκλον των τέκνων του, εις τους κόπους προς συντήρησίν των την ηδονήν εκείνην που μάτην εζήτει μακράν εις τον ευρύχωρον κόσμον.
Πτωχός, αλλ' αγαθός οικογενειάρχης Ρώσσος, εκατοίκει μικράν καλύβην χωρίου τινός πλησίον της Μόσχας. Ενώ δε εσπέραν τινά κατεγίνετο περιποιούμενος την πάσχουσαν σύζυγόν του και τα έξ μικρά τέκνα του, ακούει κτύπους εις την θύραν της καλύβης του. Ανοίγει αμέσως· άνθρωπος δε άγνωστος και πενιχρά ενδεδυμένος παρουσιάζεται ζητών φιλοξενίαν.
— Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . . Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν.
Εσκέπτετο άραγε; Όχι, δεν εσκέπτετο, αλλ' εφαντάζετο ότι βλέπει ενώπιόν του την ελεεινήν καλύβην επί των βράχων, υπεράνω της θαλάσσης, όπου προ ετών πολλών, ωθούμενος υπό παιδικής περιεργείας, επλησίασε διά να ίδη τι έστι λεπρός.
Ήδη απεφάσισε τέλος ο Μάχτος να ομιλήση. Αλλά την στιγμήν καθ' ην είχε καταστρώσει τα σχέδια και ήτο πλήρης θάρρους, δεν ευρέθη κατά τύχην η Αϊμά παρούσα. Ο Μάχτος δεν την εύρεν ούτε εις τον κήπον ούτε εις την καλύβην και την εζήτει εις μάτην. Εσκέφθη ότι η Αϊμά θα ήτο πιθανώς εις το φρέαρ, και μετέβη εκείσε. Αλλά δεν εύρε την Αϊμάν. Περιήλθε τα μέρη εις όσα συνήθως μετέβαινεν αύτη προς εργασίαν.
Ο καπετάν- Γιωργάκης ενδίδων εις την απαίτησιν του πλήθους, απορρίψας τα ελαφρά υποδήματά του, έτρεξεν επί της σκάρας πατών επί των ονύχων, όπισθεν της πρύμνης, και την στιγμήν, καθ' ην η πρύμνη απηλλάσσετο τέλος της εσχάρας και το σκάφος, φέρον υπερήφανον την κυανόλευκον επί κονταρίου μετ' ερυθρού σταυρού, εβαπτίζετο το πρώτον εις το κύμα, ερρίφθη με όλα τα ενδύματά του κατά κεφαλής εις την θάλασσαν, βυθισθείς πρώτον, είτα ευθύς ανελθών εις την επιφάνειαν, και αφού εκολύμβησε δύο ή τρεις γύραις, επέστρεψεν εις τα ρηχά, επάτησεν εις την άμμον, απέβη εις την ξηράν, και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους έτρεξεν εις την καλύβην, όπου εις την στιγμήν ήλλαξε τα βρεγμένα αμπαδίτικα κ' εφόρεσε τα κυριακάτικα.
«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη . . . Τι θα χάσω;» Συγχρόνως, ανεπόλησε την στιγμήν εκείνην, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηγνόει αν αύτη ευρίκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Είτα ευθύς πάλιν είπε καθ' εαυτήν·
Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;
— Πάμε, είπε και ο ξένος. Και επέστρεψαν εις την καλύβην. Ο ξένος ηυχήθη την καλήν νύκτα και απήλθεν εις το κατάλυμά του, εγγύς της παραλίας κείμενον. Τα όνειρα του Μάχτου. Ο Μάχτος έμεινε τελευταίος εις την κρύπτην του, προσδοκών μέχρις ου απομακρυνθώσιν οι δυο σύντροφοι. Βαθείαν αίσθησιν είχον εμποιήσει αυτώ αι προτάσεις και αι παρακελεύσεις του ξένου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν