United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι τον κυβευτικόν δ' εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση περισσότερον του άλλου.

Και όμως είχον μαζί αποπλεύσει από τον τελευταίον λιμένα. Ποια τύχη γοργή προήγε τον καπετάν-Μαμμή, ως ούριος ωθούσα αυτόν πάντοτε εμπρός; Και ποία τύφλα προσέδενε, τυφλή ειμαρμένη, τους άλλους, αργούς, κατηφείς, συλλογισμένους, μετρούντας τα κομβολόγιά των, με τα χέρια πίσω, μέσα εις τους σιωπηλούς κήπους του χωριδίου του Αναγαρά;

Οι λόγοι του Παντελή μου έδωκαν θάρρος, αλλά μου έφερον και ύπνον συγχρόνως. Ήμην απηυδημένος εκ του ταξειδίου. Έπεσα λοιπόν κατά γης επί τριχίνου σάκκου και εντός ολίγου απεκοιμήθην. Την πρωίαν ανέτελλε μόλις ο ήλιος, ότε οι δημογέροντες έκρουσαν εκ νέου την θύραν και εισήλθον εις την καλύβην, σιωπηλοί και κατηφείς ως χθες.

Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.

Οι στρατιώται ήσαν κατηφείς και βαθέως ταπεινωμένοι· θα έλεγε τις ότι πόλις τις εκυριεύθη εξ εφόδου και ότι οι πολλοί κάτοικοι της έφευγαν· τωόντι το συγχρόνως βαδίζον εκείνο πλήθος δεν ήσαν ολιγώτεροι των τεσσαράκοντα χιλιάδων ανθρώπων.

Ευφημίας και τέλος αι παρθένοι λευχείμονες και λυσίκομοι, αλλά κατηφείς, διότι αι ακρίδες δεν είχον αφήσει ούτε ρόδα ούτε ναρκίσσους, δι' ων συνείθιζον εις τους ανθηρούς εκείνους της πίστεως χρόνους να στολίζωσι τας κεφαλάς και τα στήθη των κατά τας επισήμους λιτανείας.

Έλαβον τότε οι λησταί τας κώπας, τέσσαρας μεγάλας και στερεάς, και απεμακρύνθησαν ταχέως προς την αλίμενον ακτήν του Πηλίου, σιωπηλοί και αγρίως κατηφείς, ως ν' απώλεσαν εν τη μάχη τον καλλίτερον σύντροφόν των. Τη επαύριον οι περιπολεύοντες ακόμη αγροφύλακες ανεκάλυψαν εις την έρημον εκείνην ακτήν της νήσου πτώμα χωροφύλακος, σχεδόν διαμελισμένον.

Έπτυσαν επανειλημμένως δεξιά και αριστερά μετά προθυμίας, έσβυσαν τας λαμπάδας και διεσκορπίσθησαν κατηφείς. . . Μόνον ο Δημήτρης δεν επεδοκίμασε τους λόγους του επιτιμίου. Αυτός μόνος εξ όλων ούτε αφώρισεν, ούτε κατηράσθη, ούτε έπτυσε τον ανευρόντα τας τριακοσίας δραχμάς.

Είνε έν από τα μάλλον δυσάρεστα όνειρα που βλέπω. Διά παραπλήσιον δε λόγον, φαίνεται, η Δευτέρα και ο Σεπτέμβριος, η ημέρα και ο μην της επαναλήψεως των μαθημάτων, παρίστανται ως μορφαί κατηφείς και σκοτειναί εις την φαντασίαν μου. Και δεν μου φαίνεται πολύ παράλογος η ιδέα κατά μεν τους παιδικούς και τους εφηβικούς χρόνους να παίζωμεν και να διασκεδάζωμεν, κατά δε το γήρας να σπουδάζωμεν.

Εις τας θύρας μόνον εργαστηρίων τινών οι ιδιοκτήται, κατηφείς και σιωπηλοί, μας έβλεπον απορούντες και μας εχαιρέτων διαβαίνοντας.