United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι εχθροί είχον εγερθή του ύπνου έντρομοι και διεσκορπίσθησαν ατάκτως εδώ κ' εκεί, ως άχυρα εις το φύσημα του ανέμου. Πολλοί έδραξαν τα όπλα ν' αντεπεξέλθουν προς τον κίνδυνον αλλά το σκότος της νυκτός κ' η εκ του ύπνου σύγχυσις, έκαμνον αυτούς να μη βλέπουν ότι έσφαζον τους ομοφύλους των.

Έπειτα έτειναν την δεξιάν χείρα και υψώσαντες την κεφαλήν και τα βλέμματα προς τον Καίσαρα, έψαλαν με φωνήν ηχηράν: «Χαίρε, Καίσαρ αυτοκράτωρ· Οι μελλοθάνατοι σε προσαγορεύουνΈπειτα διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού και ετοποθετήθησαν χωριστά επί του περιβόλου της κονίστρας. Έμελλον να επιτεθώσι κατ' αποσπάσματα ολόκληρα.

Έπτυσαν επανειλημμένως δεξιά και αριστερά μετά προθυμίας, έσβυσαν τας λαμπάδας και διεσκορπίσθησαν κατηφείς. . . Μόνον ο Δημήτρης δεν επεδοκίμασε τους λόγους του επιτιμίου. Αυτός μόνος εξ όλων ούτε αφώρισεν, ούτε κατηράσθη, ούτε έπτυσε τον ανευρόντα τας τριακοσίας δραχμάς.

Οι στρατιώται διά το βαθύ της νυκτός σκότος και διά την βροχήν απεπλανήθησαν και διεσκορπίσθησαν, και μόλις έν σώμα από τριάκοντα μόνον έφθασε πλησίον εις την Δομπραίναν και τοποθετηθέν εις ένα αντικρύ αυτής λόφον επαρατηρούσε τα κινήματα των εχθρών· αλλά χωρικοί τινες εργαζόμενοι εις την παρακειμένην πεδιάδα, ιδόντες αυτούς και νομίσαντες ότι ήλθον να λαφυραγωγήσωσιν, ως και άλλοτε συνέβαινεν, ανήγγειλαν το πράγμα εις τους εχθρούς.

Δυο φορές ακόμη ξαναπέρασε και μια αίσθησις αγρίου πόνου διέτρεξε τα νεύρα μου. Αλλ' η στιγμή της απαλλαγής μου ήλθε. Με ένα κίνημα της χειρός μου οι ελευθερωταί διεσκορπίσθησαν θορυβωδώς. Με ακριβή κίνησιν, συνετήν, εγλίστρησα βραδέως, μακράν του κύκλου των δεσμών, μακράν των ορίων του κοιμητηρίου. Προς στιγμήν τουλάχιστον ήμην &ελεύθερος&! Ελεύθερος! Αλλ' εις τα δίκτυα της Ιεράς Εξετάσεως!

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.