Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ο νέος εστράφη και διακρίνει αριστερόθεν αμυδρώς όπισθεν των δένδρων διαγραφομένην χθαμαλήν καλύβην, την οποίαν δεν είχαν παρατηρήσει τέως, ούτε ήτο δυνατόν να την παρατηρήσωσι, διότι εκ του μονοπατίου, δι' ου είχαν έλθει, όπισθεν πυκνής συστάδος κρυπτομένη, δεν ήτον ορατή. Η καλύβη έκειτο παρ' αυτήν την όχθην της λίμνης, βρεχομένη σχεδόν υπό του ύδατος.
Την πρώτην φοράν ήκουσε την λέξιν ταύτην ο ποιμήν και δεν είπε τίποτε· επειδή όμως, συχνάζων εις την καλύβην και επιμελούμενος τα παιδία, ήκουσε πολλάκις αυτήν την λέξιν, εφανέρωσε το πράγμα εις τον κύριόν του όστις τον διέταξε να φέρη τα παιδία ενώπιόν του. Ο Ψαμμίτιχος, αφού τα ήκουσε και αυτός, ηρώτησε ποίοι άνθρωποι μεταχειρίζονται την λέξιν β ε κ ό ς και τι σημαίνει αύτη.
Αλλά το παπί έμεινε τρεις εβδομάδας εις την καλύβην και αυγόν η γραία δεν είδεν, ώστε εθύμωσε με το παπί και δεν το εκαλομεταχειρίζετο. Και ο γάτος δε και η όρνιθα δεν το έβλεπαν με καλόν μάτι, ώστε μίαν ημέραν εστενοχωρήθη το άτυχον παπί και έφυγεν από την καλύβην. Επλησίαζεν εν τούτοις το φθινόπωρον.
Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν. Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν. — Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν. Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην. — Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς. — Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε; — Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα.
Διά ποίας οδού έφθασεν εις την Αγίαν Πόλιν, πώς διήλθε διά των πολυανθρώπων οδών απαρατήρητος, αν συμμετέσχε της αθώας ευφροσύνης της εορτής, αν και Αυτός κατώκησεν εις καλύβην φοινικοστέγαστον κατά το λοιπόν της εβδομάδος, δεν γνωρίζομεν.
Εχώθη λοιπόν απ’ εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.
Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον. Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην.
Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός. Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας. Η μεγαλειτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξίαν της εσπέρας. — Μα . . .! Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.
Και εν πολλή αγωνία, ο κηπουρός συνειργάσθη εις τα πρόχειρα εναντίον του πνιγμού μέσα, τα οποία συνίστα η πολύπειρος Φραγκογιαννού. Η γραία Χαδούλα εξ ανάγκης έμεινε καθ' όλην εκείνην την νύκτα εις την καλύβην, όπου εδοκίμασεν όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας ματαβαλλομένης αίφνης εις ιάτρισσαν των ιδίων θυμάτων της.
Εκεί, έμπροσθεν των δύο λίθων, επέζευσεν ο παππά Νάρκισσος. Ο Γεροθανάσης έδεσε διά του σχοινίου τους δύο εμπροσθίους πόδας του όνου, προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν καλλιεργημένον περίβολον, προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν