United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Μέλτος ο Μισακός, γνωρίζων καλώς τα συστήματα του ναυκλήρου, ανελθών και σφάξας μίαν όρνιθα διά το νυκτερινόν πρόγευμα, οπού την έτρεφεν ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, μόνος του, από την Σικελίαν, διά κάθε ενδεχόμενον, κατέλιπεν εις το μαγειρείον τον καμαρώτον να επιμελήται το μαγείρευμα, κ' επανήλθε χιονισμένος, χουχουλίζων τας χείρας του και ζητών έν ποτήριον αποσταμένον, δηλαδή, γεμάτον, ως δίδουν την εσπέραν προς τους εργάτας τ' αφεντικά, όταν παύσουν από την εργασίαν.

Ήτο μεν ανεψιός αυτοκράτορος· αλλ' ο αυτοκράτωρ εκείνος, Ιουστίνος Α', βασιλεύσας από 518 μέχρι 527 μ.Χ., ήτο ο πρώτος εκ του οίκου αναδειχθείς και εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον ανελθών. Εκεί εγεννήθη και ο Ιουστινιανός τω 483 μ.Χ. Την νεανικήν του ηλικίαν διήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν ως εκ της θέσεως του θείου του.

Οι Πέρσαι βασιλείς, οι μέχρι τούδε διεξάγοντες πόλεμον εξολοθρεύσεως κατά του χριστιανισμού, ανεγνώριζαν τώρα την υπεροχήν του. Ιδίως ο διά της προστασίας του Ηρακλείου ανελθών μετέπειτα εις τον θρόνον στρατηγός Σαρβαραζάς, ωνόμασε τον υιόν του Νικήταν, ως να ήτο χριστιανός και Έλλην.

Ο Ιουστινιανός Α' είναι ο δέκατος πέμπτος των από Κωνσταντίνου του Μεγάλου βασιλευσάντων αυτοκρατόρων, ανελθών εις τον θρόνον τω 527 μ.Χ. ήτοι 197 έτη μετά την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως και 190 έτη μετά τον θάνατον Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ο οίκος του δεν διεκρίνετο διά την αρχαίαν αριστοκρατικήν καταγωγήν.

Ουχ ήττον το επόμενον έτος 531 συνωμολογήθη «ειρήνη απέραντος» δηλαδή αιώνιος, ως ωνομάσθη εις την συνθήκην, διότι εις την Περσίαν απέθανεν ο Καβάδης, και ο ανελθών εις τον θρόνον Χοσρόης ήθελε την ειρήνην διά να στερεώση τον θρόνον του. Εξ άλλου δε και ο Ιουστινιανός ήθελε να στρέψη την προσοχήν και την ενέργειάν του προς την Δύσιν, δηλαδή προς την Αφρικήν και την Ιταλίαν.

Και προσέτι τούτο ελέγετο Άνθρωπος: Ιστορικός, δι' αιώνας παρελθόντας· ποιητής, δι' αιώνας μέλλοντας, και διά τον ιδικόν του: — — Άφες τώρα, Άνθρωπε, να υποκύψω εις το μοιραίον, και ν' αποθάνω ταπεινωμένος, εγώ, ο ανελθών επί του κόσμου και κατακτήσας διά της φαντασίας αυτόν.

Ανέβη τις εις την ακρόπολιν διά να φονεύση τον τύραννον• και αυτόν μεν δεν εύρε• φονεύσας δε τον υιόν του αφήκε το ξίφος εις το σώμα του. Έπειτα ήλθεν ο τύραννος και ιδών τον υιόν του νεκρόν εφονεύθη με το αυτό ξίφος. Ο ανελθών και φονεύσας τον υιόν του τυράννου ζητεί αμοιβήν ως τυραννοκτόνος.

Κλέων δε ο Κλεαινίτου, του οποίου η υπέρ του θανάτου γνώμη είχεν υπερισχύσει κατά την προτεραίαν, ο βιαιότερος των πολιτών εις πάσαν περίστασιν και μεγίστην έχων τότε επίδρασιν επί του δήμου, ανελθών εις το βήμα πάλιν έλεγε ταύτα.

Τι του είχεν έλθει; Και ούτε εξήλθεν εις την ξηράν διά ν' αλλάξη, όπου άλλως δεν θα εύρισκεν ενδύματα, αλλ' ηκολούθησε κολυμβών το απομακρυνθέν πλοίον, με το υποκάμισον και την περισκελίδα φουσκωμένα ως πανία βάρκας, υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης, είτα δε ανελθών εις λέμβον, εζήτησε διά νευμάτων από τους επί του πλοίου θριαμβευτικώς αλαλάζοντας παίδας να του ρίψωσιν ενδύματα· μικρός μούτσος ευσπλαγχνισθείς, του έρριψεν υποκάμισον και περισκελίδα ιδικά του, και ο Χριστοδουλής, αφού ήλλαξε, προσεκολλήθη εις μίαν των πλευρών, και πιασθείς από σχοινίον, ανήλθε θριαμβεύων εις το υψηλόν και ανερμάτιστον σκάφος.

Διά της παραβολής του αλαζόνος, ευυπολήπτου, νηστεύοντος, ελεούντος, αυτάρκους Φαρισαίου, όστις ανελθών ίνα προσευχηθή εις το Ιερόν, απήλθεν οίκαδε ολιγώτερον δεδικαιωμένος ή ο ταλαίπωρος Τελώνης, όστις μίαν μόνον κραυγήν εξέπεμπεν ενώ ίστατο τύπτων το στήθος και ταπεινών τους οφθαλμούς, τους εδίδαξεν ότι ο Θεός καλλίτερον αγαπά την εν ταπεινώσει μετάνοιαν ή την κομπάζουσαν αγαθοεργίαν, και ότι πνεύμα συντετριμμένον και καρδία τεταπεινωμένη είνε κρείττων θυσία εις τον Θεόν.