Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
— Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;
Μόνον ήγειρε θλιβερώς την κεφαλήν της, εκύτταξε τον πλούσιον, φοβερόν ως τον πλεονέκτην, εκύτταξε και τον ουρανόν, βαρύν, ως μολύβδινον, κ' εσπόγγισε τα όμματά της, ψιθυρίσασα ως παραπονουμένη κατά του αγνώστου: — Κοτζάμ-Παλάτι!
Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν' ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος του βράχου τον Ρούντυ.
Και πώς τα χέρια της αδερφής μου κεντούν της χρυσές κλωστές στο άσπρο μεταξωτό. Μα την πίστι, ωραία αδερφή, με το δίκηο σου να σε λένε Ιζόλδη με τ' άσπρα χέρια!». Τότε ο Τριστάνος, ακούγοντας πώς τη λέγανε Ιζόλδη, την εκύτταξε πειο γλυκά, και χαμογελώντας.
Από το πρωί ακόμα, την Παρασκευήν, σαν εκύτταξε την Σύνοψιν, επάνω εις την πρωινήν του προσευχήν, τον κατέλαβε μία βαθυτάτη μελαγχολία, όταν είδε πώς εξημέρωνε ψυχοσάββατον εις την ερημίαν εκείνην, τόσον, οπού ελησμόνησε να δώση εργασίαν εις το πλήρωμα. Και σαν να του κακοφάνη ολίγον του πλοιάρχου, όστις ήτο αγανακτισμένος και από τον καιρόν.
Οι δύο άλλοι έσειον τους ώμους. Ο κυρ-Μανουήλος εφαίνετο ανυπόμονος, και ομιλών άμα έκαμνε βραχείς περιπάτους περί το μαγγανοπήγαδον. Δύο ή τρεις φοράς έβγαλεν από την τσέπην του γελέκου το ωρολόγιόν του, το εκύτταξε, κ' εφαίνετο λέγων προς τους τρεις εταίρους ότι η ώρα περνά και ότι πρέπει να σπεύσωσι.
Εκύτταξε γύρω του — σιωπή μεγάλη και μόνο ο άνεμος εφυσούσε με μανία και το παλαιό σκοινί του μικρού καμπαναριού της εκκλησιάς εσφύριζε λυπητερά· φως πουθενά κανένα και μόνο μυριάδες άστρα, διαμαντόπετρες υπέρλαμπρες, ετρεμόσβυναν στο στερέωμα.
Με τη δύναμι του Βουγιβού και του Νουαρού, ανακαλύπτει όλα τα κρυφά πράγματα. Αν θέλη θα μας πη της πανουργίες της Ιζόλδης της Ξανθής». Από μίσος της ωμορφιάς και της αντρείας, ο μικρόσωμος μοχθηρός άνθρωπος, εχάραξε τα σημεία της μαγείας, έρριξε όλα τα μάγια του, εκύτταξε την τροχιά του Ωρίωνος και του Αυγερινού και είπε: — Χαρήτε, ωραίοι άρχοντες. Αυτή τη νύχτα θα μπορέσετε να τους πιάσετε.
Είχε χάσει τα χρώματά του, είτε από την λύπην του, είτε από την κακοπάθειαν του ταξειδίου. Εκύτταξε πάλιν την χορεύτριαν τον εκύτταξε και εκείνη, και αισθάνθη ο δυστυχής ότι λυώνει. Αλλ' ακόμη έσφιγγε το όπλον του. Εκεί κάπως ήνοιξεν η θύρα και ο άνεμος επήρε την χορεύτριαν από τον πύργον της εμπρός, και την επέταξε μέσα εις την φωτιάν κοντά εις τον στρατιώτην.
ΧΡΕΜΗΣ Ποιός άλλος τάχα; υφαίνεται πως οι πρυτάνεις όλοι ζητάνε γνώμες πώς μπορούν να σώσουνε την πόλι. Ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής εγλίστρησε στη μέση• μα όλοι του φωνάξανε: —Κι' αυτός πώς θα μπορέση στα πράματα της πόλεως να βάλη την ουρά του, που τσίμπλες εγεμίσανε κι'αυτά τα τσίνουρα του; Τότε κ' εκείνος γύρισε κ' εκύτταξε τα πλήθη: — Για πέτε μου, τι έπρεπε να κάμω; αποκρίθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν