United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη συχίζεσαι με το τίποτε. Εγώ δε σε σιχαίνομαι βλέπεις. Θα πιώ στο ποτηράκι σου κ' εσύ δε θα πιής καθόλου. Ας αφίσουμε τα χωρατά. Είναι ανάγκη να τα κόψης όλα τούτα τα δηλητήρια. Χρειάζεται λίγη θέληση. Με λίγη θέληση νικάει κανένας όλους τους πειρασμούς, να σε χαρώ. ΦΛΕΡΗΣΩραία, μα το Θεό, αυτή η θεωρία για τη θέληση. Να κάνη κανένας την ευχαρίστηση τη δική του δεν είναι θέληση.

Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε, και με προσκαλεί να υπάγω. — Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο εκατόνταρχος. — Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής κάτι. — Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία. — Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.

Ηκούσθη τότε η φωνή του Κωνσταντή όπισθεν του μικρού διαφράγματος. — Ξυπνήσατε, πεθερά; . . . έλεγε, πώς περάσατε; — Πώς να περάσωμε! . . . «Σαν την κόττα στο μύλο». Έλα να πιής το ρακί σου. Ο Νταντής εφάνη εις την θύραν του χειμερινού θαλάμου. Ήτο ευρύστερνος, με άχαριν τον κορμόν, «αΐσκιωτος», όπως έλεγεν η γραία πενθερά του, και σχεδόν σπανός.

Αν παρέβαινέ τις, έλεγον, την συμβουλήν αυτήν θα μετεμορφούτο ευθύς εις ζώον, όμοιον προς εκείνο από του οποίου το ίχνος θα έπινε. — Άμα πιης, εχαθήκαμε· προσέθηκεν η Μάρω. Ο Γιάννος παρετήρησεν επί μικρόν βλοσσυρώς την πλάκα εκείνην, την φέρουσαν την φοβεράν και αδιάγραπτον εκείνην ρήτραν και του ήρχετο να την κατασυντρίψη, να εκσπάση εις αυτήν όλην του την οργήν.

Καλώς να σε βρω. Θα μας κάμης τη χάρη να πιής και του λόγου σου; Αρετ. Καλώς να ορίσης. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες. Καλώς να σε βρω, Κωσταντή. Κωστ. Καλώς να ορίσης, Αρετούλα. Με τις υγειές σου, Αρετούλα, και καλώς όρισες. Έτσι να μας γεμίζης πάντα χαρές, κι από τα ξένα ακόμη να μας φέγγης σαν ήλιος που να νυχτώνη και πάλι να χρυσώνεται το χωριό μας. Τι λες κ' εσύ, μάννα. Δέσπω.

Ενώ ο Μπαρμπαρέζος εγκαθιδρύετο εις τον καναπέν, ο Σμυρνιός παρουσίαζε δύο καφέδες προς τον Σαϊτονικολήν και τον υιόν του. Δεν συνέβη όμως ό,τι επερίμενε, δηλαδή να πίη διά μιας ο Μανώλης τον καφέ και να μείνη «ολοχάσκωτος», διότι το αυτό προβλέπων και ο Σαϊτονικολής του εψιθύρισεν εγκαίρως: — Ρουφιά και ρουφιά να τόνε πιής γιατί καίει. Ακούς;

Τίποτε άλλο, είπεν εκείνος, παρά αφού το πίης να περιφέρησαι, έως να αισθανθής βάρος εις τα σκέλη σου, έπειτα να πλαγιάσης και έτσι αυτό θα ενεργήση. Και συγχρόνως επρόσφερε το ποτήριον εις τον Σωκράτην.

Εν τω μεταξύ έρχεται η Αμαλίτσα μ' ένα ποτήρι νερό. Η Μαριάννα ηθέλησε να της το πάρη, όχι! ανεφώνησε το παιδί με γλυκυτάτην έκφρασιν· όχι συ, Καρολίνα, θα πιής πρώτη!

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Γελτρούδη, μη πιης. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Θα πιώ, με συγχωρείς. ΑΜΛΕΤΟΣ Δέσποινά μου, ακόμη δεν τολμώ να πιώ — 'ς ολίγο πίνω. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλα, το πρόσωπο να σου σφογγίσω. ΛΑΕΡΤΗΣ Κύριε, τώρα θα τον 'πιτύχω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Δεν πιστεύω. ΑΜΛΕΤΟΣ Εμπρός, Λαέρτη, διά την τρίτην· χωρατεύεις· παρακαλώ σε, κτύπα με την δύναμίν σου· φοβούμαι μη με παίρνης διά παιδάκι.

Μας χρειάζονται πρόσωπα, πρόσωπα με χαρακτήρα, κάτι το ανέκδοτον και ανώτερον του συνήθους. Έχομεν αρκετά κουραστικήν μονοτονίαν από τους χορούς αυτούς. Έλα να πιής. Το κρασί θα σου φωτίση τας ιδέας. Ο Χοπ-Φρωγκ προσεπάθησε, όπως εσυνήθιζε, ν' απαντήση αστεία εις την πρότασιν του βασιλέως, αλλά τούτο ήτο ανώτερον των δυνάμεών του.