United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαινε να ζήσης μαζύ της μέσ' το πανένιο σπήτι της! Πήγαινε να φας την πήτα που ψήνει κάτω από τη στάχτη, και να πίης το ξυνισμένο γάλα των προβάτων της! Φίλησε τα μελανά μάγουλά της, και ξέχασέ με!» Ο Τετράρχης δεν ήκουε πλέον. Παρετήρει το κατώφλιον μιας οικίας όπου ίστατο μία νεάνις και μία γραία κρατούσα έν σκιάδιον με λαβήν καλάμου μακρόν ως κάλαμον αλιέως.

Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου. Β’ Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κ' έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είνε αυτός κ' έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιής το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη.

Σηκώθηκε ο Μιχάλης κάτι πιο αργότερα από τη συνηθισμένη του ώρα. Κι ότι ξεπρόβαλε από την πόρτα του, ανταμώνει το Δημήτρη ερχάμενο από το σπίτι του να δη τι απόγινε· κι όχι και τι απόγινε, παρά τι θ' απογίνη, ύστερ' από ταποσπερινά. Τον αποδέχτηκε ο Μιχάλης πασίχαρος. — Έλα μέσα, να πιής έναν καφέ, του κάνει. Και σα συγυρίζη η Βασιλική τη γριά απάνω τα λέμε κιόλας.

Αλλά προ τούτου είνε ανάγκη να κοπιάση κανείς, πολύ, σκυμμένος επί βιβλίων ψιλογραμμένων, να συναθροίζη σχόλια και να παραγεμίζη την μνήμην του από σολοικισμούς και ανοήτους λέξειςκαι το σπουδαιότερον είνε ότι δεν επιτρέπεται να γίνης σοφός εάν δεν πίης τρις κατά σειράν ελλέβορον. ΑΓΟΡ. Πολύ ευγενή αυτά και εξόχως ανδροπρεπή.

Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.

Τίμα και την γλυκύτερη θεά για τους ανθρώπους, την Κύπριδα, γιατ' η θεά είναι καλή και ακούει. Όλα τα άλλα άφησ' τα, και άκουσε μ' εμένα γιατί μου φαίνεται σωστά πως λέω, αλήθεια, λόγια. Ξέχνα λοιπόν την λύπη σου κ' έλα να πιής μαζί μου. Γίνου ανώτερος εσύ, απ' όλα αυτά και βάλε στεφάνι στο κεφάλι σου. Δεν έχω αμφιβολία πως με ποτήρια άφθονα την λύπη σου θα διώξης και την φροντίδα σου.

Επειδή και εσύ είσαι ένας ζητουλιάρης μου είπεν ένας από τους δύο, ευχαρίστησε τον Ουρανόν που μας εσυναπάντησες· εμείς θέλομεν να σου δώσωμεν να φας, και να πιής καλά. Έτσι λέγοντάς μου με έφεραν εις τον τάφον, εις τον οποίον τέσσαρες από τους συντρόφους του έτρωγαν ραπάνια μεγάλα και χουρμάδες, και έπιναν ρακήν.

— Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . . να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του Σουσαμάκη σου! — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου, και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη.

Δεν κάθεσαι, θεια Χαδούλα;,. . Μη φοβάσαι . . . Ό,τι είναι, θα περάση . . . Κάθισε να σου κάμω καφεδάκι να πιης. Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνιού, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος. Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.