United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν εκεί μερμύγκια που σκαρφαλώνανε στα χορταράκια, μια πεταλούδα που κάθιζε σ' ένα λουλούδι κ' έπειτα πετούσε με λευκά φτερά μακρήτερα στον ήλιο, ένας σκάθαρος που αναποδογυρίστηκε κ' έπρεπε να τον σηκώσουν για να μπορέση να συρθή παραπέρα, μικρά πουλάκια που πηδούσανε γύρω στους βώλους της γις και δεν πειραζόντανε διόλου από την παρουσία του παιδιού, εκεί που ζητούσανε τροφή για τον εαυτό τους ή για τα μικρά τους.

Τι με ωφελεί πως μπορώ τώρα να ψελλίζω με κάθε μαθητήν του σχολείου, πως η γη είναι στρογγυλή; Ο άνθρωπος έχει ανάγκην μόνο από λίγους βώλους γης, για να χαρή επάνω εις αυτούς, κι' από λιγώτερους ακόμη, για ν' αναπαυθή υποκάτω. Τώρα είμαι εδώ εις την έπαυλη του ηγεμόνος. Μπορεί ένας αρκετά καλά να περάση με τον κύριον αυτόν· είναι φιλαλήθης και απλούς.

Διακριτικά αυτού σημεία είνε το μικρόν μάλλον ανάστημα, το λευκόν χρώμα, η μεταξίνη των πτερών απαλότης, η χάρις και η ευκινησία. Όταν εκούρνιαζαν κρύπτοντα την κεφαλήν των, ενόμιζε τις ότι βλέπει δυο βώλους χιόνος και τα ανορθωμένα πτερά των ωμοίαζον όταν έσειεν ο άνεμος νιφάδας.

Από την εποχήν καθ' ην μετέφερε πέτρας διά την οικοδομήν, ο ημίονος τον είχε πάρη τόσον από φόβον, ώστε άμα τον είδε πλησιάζοντα διά να τον μεταδέση εις την νομήν, απέσπασε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεμένος και έφυγεν έντρομος. Ο Μανώλης τον κατεδίωξε βλασφημών και ρίπτων κατ' αυτού μεγάλους βώλους χώματος, διότι λίθοι δεν υπήρχον εις το λιβάδι.

Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ' αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν' αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι.

Εσάς δε τους άλλους θα σας καλέσωμεν αύριον, όταν θα εκθέσωμεν εις δημοπρασίαν τα λαϊκά και βάναυσα και αγοραία επαγγέλματα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κτυπάτε, κτυπάτε τον αχρείον με λίθους πολλούς, κτυπάτε τον με βώλους και κεραμίδια, κτυπάτε τον με ξύλα, διά να μη μας ξεφύγη. Εμπρός, Πλάτων, κτύπα• και συ Χρύσιππε, και συ ο άλλος. Όλοι ας ορμήσωμεν εναντίον του, ως πήρη πήρηφιν αρήγη, βάκτρα δε βάκνροις

Θενά βρης αγάπη, αρετή, χαρά, πλούτο, δόξα, — ε τι δε θα βρης! Κι ως τόσο τανοίγεις τα μάτια που η φαντασία τάχει μαγεμένα τόση ώρα, κι άλλο δε βλέπεις παρά χωράφια, χωράφια και βώλους ασβεστοκόλλητους! Μήτε πέτρα πάνω στην πέτρα δε σώζεται! Μήτ' ένα φάντασμα θλιμμένο τη νύχτα δεν έρχεται να καθίση και να θρηνήση το μεγάλο, τον τέλειο το χαλασμό!

Ούτος ευρίσκετο ήδη τριάκοντα βήματα μακράν, και ήρχισε να εντείνη το βήμα και να ανοίγη φοβερώς τα σκέλη, ώστε θα τον εφθόνει και αυτός ο κολοσσός της Ρόδου. Προφανώς ελησμόνησε πόσον δρόμον είχε τρέξει, ως ισχυρίζετο. Ο Βράγγης απετίναξε την νάρκην του νυσταγμού, ανωρθώθη εν ακαρεί, έβαλε κραυγήν, και τον κατεδίωξεν, εκσφενδονίζων κατ' αυτού λίθους και βώλους γης.