United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναμφιβόλως καθ' όλας τας ώρας εκείνας ο Ιούδας υπήρξεν ασφαλής θεατής παντός του συμβεβηκότος, και όταν η πρωία ανέτειλε, κ' εκείνος έμαθε την απόφασιν των Ιερέων και του Συνεδρίου, και είδεν ότι ο Ιησούς παρεδίδετο προς σταύρωσιν εις τον Ρωμαίον πραίτωρα, ήρχισε να αναμετρή ό,τι είχε πράξει. Υπάρχει εν μεγάλω εγκλήματι φοβερώς ελλαμπτική δύναμις.

Η Κυρά Ρήνη με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, αναπνοήν διακοπτομένην, χείλη κινούμενα, έτοιμα να εκφέρουν βλασφημίας και κατάρας, απεκλειστικόν αυτών προσόν, παρετήρει κύπτουσα ανυπομόνως τας φλόγας, αίτινες εκοκκίνιζον φοβερώς το πρόσωπόν της, το μαραμένον ήδη.

Η μήτηρ Πία είχεν ενδυθή το μοναχικόν σχήμα κατ' εκλογήν και ησθάνετο εν εαυτή την προς τούτο κλήσιν. Κατώρθωσε δε να γείνη ηγουμένη από πολλών ετών. Ηδύνατο ουχί αφυώς να γείνη και προμνήστρια, αν αι περιστάσεις ετύγχανον ευνοϊκαί, αλλ' εις τα πρώτα βήματα είχε ναυαγήσει. Εμίσει φοβερώς τους άνδρας, και δεν ηδύνατο να υποφέρη την παρουσίαν μύστακος.

Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών.

Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη; Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον. — Λύσε τον κάβο! Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπετάν-Περμάκης και προσέθηκεν, υπολογίζων τον άνεμον: — Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο! Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να λαλήση, ο καπετάν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα φλάσκαν. — Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου.

Ούτος ευρίσκετο ήδη τριάκοντα βήματα μακράν, και ήρχισε να εντείνη το βήμα και να ανοίγη φοβερώς τα σκέλη, ώστε θα τον εφθόνει και αυτός ο κολοσσός της Ρόδου. Προφανώς ελησμόνησε πόσον δρόμον είχε τρέξει, ως ισχυρίζετο. Ο Βράγγης απετίναξε την νάρκην του νυσταγμού, ανωρθώθη εν ακαρεί, έβαλε κραυγήν, και τον κατεδίωξεν, εκσφενδονίζων κατ' αυτού λίθους και βώλους γης.

Εκείνος κατήλθε φοβερώς εις έκπληκτον συνείδησιν από Αοράτου Παρουσίας· ούτος εξεφράσθη διά γλυκείας ανθρωπίνης φωνής συγκινούσης απαλώς την καρδίαν με ρήματα ειρήνης. Εκείνος εδόθη επί του ερήμου και πληττομένου από τας καταιγίδας όρους, ούτος επί της ανθοσπάρτου χλόης του πρασίνου λόφου του κατερχομένου ηρέμα προς την λίμνην την αργυράν.

«Ιδού, αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος», και μη η κατάρα αύτη δεν επληρώθη φοβερώς; Ομιλών περί του φόνου του νεωτέρου Άννα και άλλων εξεχόντων προκρίτων της Ιερουσαλήμ ο Ιώσηπος λέγει: «Δεν δύναμαι, ει μη να πιστεύσω, ότι ο Θεός κατεδίκασε την πόλιν του εις όλεθρον, ως μεμολυσμένην πόλιν και απεφάσισε να καθαρίση το αγιαστήριόν του διά πυρός, αφού όλοι οι σεβάσμιοι ιερείς επεβλήθησαν έξω γυμνοί και σφαγιασθέντες ερρίφθησαν βορά εις τους κύνας και εις τα θηρία». Ουδέποτε υπήρξε διήγησις τόσον φρικώδης και απαισία, όσον η ιστορία της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ.

Η Στέρφα τότε μόνον εδοκίμασε να εκβάλη βελασμόν, όταν ήρχισε να ταλαντεύηται εις το κενόν με το σχοινίον. Ο Στάθης έμεινε μοναχός του επί δέκα λεπτά της ώρας, χωρίς την Ψαρήν, και χωρίς την Στέρφαν. Κατά τα δέκα ταύτα λεπτά υπέφερε φοβερώς. Ο ίλιγγος ήρχισε να τον καταλαμβάνη. Έκλειε τα όμματα διά να μη ζαλίζεται. Έσφιγγε τα δόντια.

Θέλων κατόπιν να δοκιμάσω την διάθεσίν μου, ηγέρθην να λάβω δήθεν κάποιον μανδήλιον, ότε οι οφθαλμοί μου προσκρούουν φοβερώς επί τινος νεκρικού στεφάνου, όστις, ως στόλισμα του δωματίου, εκρέματο υψηλά, από καρφιού. Νεκρικός στέφανος, μέγας, ωραίος, εκ τεχνικών λευκανθένων, με δύο λευκάς ταινίας, με χρυσά γράμματα. Μοι εφάνη ότι ήτο αδύνατον πλέον να κρυφθώ. — Είνε πεθαμένος! είπα.