Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αλλ' εσκέπτετο πάλιν ότι ενδέχεται να βραδύνη ένεκα των κωλυμάτων, άτινα ήθελεν απαντήσει, και τότε εσχεδίαζε την επιστολήν, ην ήθελε γράψει προς αυτόν, αν εγίνωσκε την γραφήν, εις απάντησιν της επιστολής του Μάχτου, ην η Αϊμά δεν ηδυνήθη ν' αναγνώση. Απεκοιμήθη δε συντάττουσα καθ' εαυτήν απάντησιν τοιαύτην «Αδελφέ Μάχτο. Η επιστολή σου μοι επροξένησε πολλήν χαράν, διότι μοι λέγεις ότι θα έλθης.

Τω εφάνη ότι ησθάνετο παρουσίαν ανθρώπου όπισθεν της κεκλεισμένης θύρας. — Εδώ πρέπει να είνε, εψιθύρισεν. Επλησίασε και έκρουσε δειλώς. Παραχρήμα φωνή ηκούσθη έσωθεν. — Ποίος είνε; — Εδώ μέσα είσαι; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Εδώ, απήντησεν η φωνή. — Χαιρετίσματα απ' τον αδελφό σου, είπεν ο Τρέκλας. — Τον αδελφό μου; — Τον Μάχτο. Έτσι δεν τον λένε; — Τον είδες; — Τον είδα, και έχει σκοπόν να έλθη.

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!

Δεν ήθελα εγώ να σε τρομάξω, Αϊμά, είπε χωρίς να εννοή τι έλεγε. — Διατί λοιπόν έρχεσαι έτσι έξαφνα; — Δεν θέλω εγώ το κακό σου, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος. — Το ειξεύρω, Μάχτο, οπού δεν μου θέλεις κακόν. Αλλά διατί να γείνης παράξενος; — Εγώ; — Συ βέβαια. — Εις τι απάνω; — Έρχεσαι και φεύγεις έξαφνα, χωρίς να καλησπερίσης την αδελφήν σου. — Ω, ναι, έχεις δίκαιον, Αϊμά, είπεν ο νέος. Συγχώρησέ με.

Και ο Μάχτος αποχαιρετίσας τον Τρέκλαν απεμακρύνθη. Άξιε Μάχτο! Το αντικλείδιον. Και όταν αναλογισθή τις ότι, διά να δώση εις τον Τρέκλαν το μέτριον εκείνο χρηματικόν ποσόν, είχεν αναγκασθή να κλέψη τον θησαυρόν του πατρός του, έγκλημα ού πρώτην φοράν ελάμβανε πείραν!

Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε·Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν