Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν' αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν. Η καρδία της νέας &εκόπηκε μέσα της&. — Πέρασαν τα μεσάνυκτα, είπε, κι' ο πατέρας μου! . . . Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.

Ω πλούτε, σ' αποστρέφομαι. . . γιατί λοιπόν να κλαίω; γιατί 'στα ξένα έρημος τους πόνους μου να πνίγω; γιατί εις την ατμόσφαιραν των χοίρων ν' αναπνέω; αφού κι' η Βέρα έφυγε, κι' εγώ λοιπόν ας φύγω. Εκεί εις τας Αθήνας μου θα εύρω την γαλήνην, ας ρίξω πέτρα 'πίσω μου χωρίς αναβολήν . . . είπα και του εμπόρου μου την σκέψιν μου εκείνην, κι' εκείνος μ' ενθουσιασμόν την ήκουσε πολύν.

Ο δε Ησίοδος, ο οποίος δεν ήκουσε παρ' άλλου, αλλ' είδε με τα μάτια του μίαν αυγήν τας Μούσας να χορεύουν, λέγει περί αυτών ως μέγιστον εγκώμιον εις την αρχήν των ποιημάτων του ότι «περί κρήνην ιοειδέα πόσσ' απαλλοίσιν ορχεύνται» και γύρω εις τον βωμόν του πατρός των. Αλλά συ σχεδόν ως άθεος υβρίζεις την τέχνην του χορού.

Δεν ειξεύρω, είπεν ο Σκούντας. — Δεύτερον, διατί να μου στείλη κήρινον τύπον διά το κλειδί; — Ποιος ξεύρει, είπε μετ' αδιαφορίας ο Σκούντας. — Δεν σου φαίνεται παράξενο; — Τι να πω κ' εγώ; εσύ μπορεί τα ξεύρης, Αφότου ήκουσε περί της κλειδός και περί του μοναστηρίου ο Σκούντας, είχε πέσει εις βαθείαν σύννοιαν, ην μάτην προσεπάθει να συγκαλύψη.

Ήκουσε μόνον θρουν σειομένων φύλλων, και ενόμισεν ότι τούτο επροξένει το βήμα του κυνός. Ο τοιχοβάτης εσκέφθη ότι, αν κατέβαινε, θα ήτο ίσως χειρότερον, και προσεπάθει να κολλήση επί του τοίχου, όπως μη τον ίδωσιν, αν ήσαν άνθρωποι. Αλλά την στιγμήν εκείνην ο κύων επλησίασεν, υλακτών θορυβωδώς, εις τον τοίχον. Ο άνθρωπος εκείνος εφοβήθη τότε πολύ.

Εγέμισαν αμελώς και όχι με μεγάλην προσοχήν τον τάφον από ένα χώμα, που ήτο αρκετά πορώδες, εις τρόπον ώστε ολίγος αήρ να μη ήτο αδύνατον να εισέρχεται. Ήκουσε βήματα επάνω από το κεφάλι του και προσεπάθησε να δώση να εννοήσουν την ύπαρξίν του. Κατ' αυτόν, ο θόρυβος του πλήθους επάνω εις το έδαφος του κοιμητηρίου συνετέλεσε να εξυπνήση αυτός από τον βαθύν του ύπνον.

Μετ' ολίγα λεπτά, ότε ο Μανώλης κατήλθεν άπρακτος εκ της τελευταίας ανωτέρω περιγραφείσης επισκέψεώς του, ήκουσε θόρυβον, φωνάς και ταραχήν.

Αλλ' ο Ιησούς ήκουσε την κραυγήν και η καρδία του συνεκινήθη. Εστάθη ακίνητος, και διέταξε να τους καλέσωσι πλησίον Του.

Προέκυπτε δε ότι την νύκτα εκείνην θα ανεκάλυπτε το άσυλον της νεανίδος, και θα την ήρπαζον καθ' οδόν, όταν θα επέστρεφον από το Οστριανόν. Ο Βινίκιος, ακολουθών τας συμβουλάς του Πετρωνίου, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν να του φέρουν τον Κρότωτα. Ο Χίλων, όστις εγνώριζε τους πάντας εν Ρώμη, μεγάλως καθυσήχασεν, όταν ήκουσε το όνομα του περιφήμου παλαιστού.

Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστοόταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν