United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ' τα δυο που με είχε δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξειδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο μεγάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δύο σβάντζικα τα δανεικά, και μου περίσσευσαν και δύο ακόμα σβάντζικα. — Να, πάρ' το, κυρά Λευθέραινα, το ταψί σου, μου λέει η Παναγήνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα.

Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.

Έφερα την γραφήν ευθύς εις τον Μαϊάρ, ο οποίος, αφού την ανέγνωσε, την εφίλησε και την έβαλε εις το κεφάλι του. Έπειτα εβγάζει δύο σακκούλες φλωριά και μου τα έδωσε, και παίρνοντάς τα έφερα της κυράς· αυτή μου έδωκε την μίαν σακκούλαν, και μου είπε.

Μετά πόσης χαράς τον ανεγνώρισα ! Ουδ' ήτο άμοιρος εγωϊσμού η ευχαρίστησίς μου, διότι απέκτων βοηθόν ασφαλή εις το επιχείρημά μου, έφερα δε εις τον γέροντα, ευπρόσδεκτον της συνδρομής του πληρωμήν, την χαροποιάν είδησιν ότι η θυγάτηρ του έζη. Αλλά πώς να συνεννοηθώ μετ' αυτού; Δεν ετόλμων ούτε να τον κράξω, ούτε να εισέλθω εντός του κήπου.

Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης...

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που σούκανε καλό η επίσκεψί μου και ξαναδυνάμωσες λιγάκι. Άλλοτε τα ξαναλέμε. Σου έφερα εδώ ένα χορόν που τον συνήντησα κατά τύχην. Αυτός θα σου διαλύση την λύπη και θα προδιαθέση καλύτερα την ψυχή σου για όσα έχομε να πούμε. Είναι Αιγύπτιοι ντυμένοι σαν Μαυριτανοί, χορεύουν και τραγουδούν και είμαι βέβαιος πως θα ευχαριστηθής πολύ.

Πρώτα πρώτα, πώς έβαλε τέτοιο πράμα με το νου του; Τι; γιατί δίνει στην Ελένη μαθήματα μουσική, πρέπει να πάη να την αγαπήση; Ποιος καφκιέται μπροστά μου για αγάπη; Εγώ τον έφερα στο σπίτι. Εγώ να του δώσω δρόμο. Αμέσως να πάρη άλλο δάσκαλο η Ελένη, να μην είναι, να μην είναι πάντα στο μάθημα η Λέλα. Να φύγη αφτός, να ξεπαστρεφτή, να μη φανή πια. Να χαρούμε την αγάπη στα γεμάτα.

Αλλ' εάν επολιόρκησα τύραννον και διά της πείνης τον έφερα εις την ανάγκην ν' αυτοκτονήση, θα έλεγες και τότε ότι έπρεπε να τον φονεύσω ιδιοχείρως ή θα διετείνεσο ότι δεν συνεμορφώθην προς τον νόμον, ενώ ούτω ο κακούργος απέθανε σκληρότερον θάνατον;

Και όταν εγύρισα εις την πατρίδα το έφερα αυτό το ποσόν και το έδωκα εις τον πατέρα μου, ώστε εκείνος και οι άλλοι συμπολίται τα έχασαν και έμειναν έκπληκτοι. Και εν γένει εγώ σχεδόν νομίζω ότι μόνος μου εκέρδισα περισσότερα παρά δύο άλλοι σοφισταί μαζί, οποιοιδήποτε και αν είναι. Σωκράτης.

Εγώ σε έφερα εις το σημείον τούτο· πλην αποκόπτομεν τα γαγγραινώδη μέρη του σώματος. Έπρεπε κατ' ανάγκην ή να σου προξενήσω τοιαύτην πτώσιν ή εγώ να πέσω υπό σου. Δεν υπήρχε χώρος δι' αμφοτέρους ημάς εις τον κόσμον.