Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Μα σύρε κι' έτσι· πρόβαλε στου χαντακιού τον όχτο, μήπως δειλιάσεις τους οχτρούς και πια τραβήξουν χέρι, κι' έτσι ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Δαναοί, που πάνε 200 να λιώσουν· λίγη 'ναι μαθές απ' τη σφαγή η ανάσαΈτσι είπε η γλήγορη θεά και φέβγει πίσω πάλι, κι' αφτός σηκώθηκε να πάει.

Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωποςΣτο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή βασανισμένη· μια χαράτρεις τρομάρες.

Σύρε, ω υιέ μου, απεκρίθη ο Χάνης, ημείς εδώ σε καρτερούμεν και μη φοβάσαι διά την απελπισίαν μου έως εις τον γυρισμόν σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ λοιπόν, διότι πρέπει να ιαθώ διά μιας πληγής· σύρε το έντιμον εκείνο ξίφος, το οποίον προσέφερε τόσας υπηρεσίας εις την πατρίδα σου. ΕΡΩΣ. Ω συγχώρησέ με, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν ωρκίσθης, όταν σε ηλευθέρωσα, να κάμης τούτο όταν σε διατάξω; Κάμε το παρευθύς, ή θα θεωρήσω όλας τας προτέρας υπηρεσίας σου ως ασκόπως και κατά τύχην γενομένας. Σύρε και πλησίασε.

Φυσά και βράζει μα δεν εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεταιπασχίζει και τέλος βγάνει βρύχημα την κατάρα: — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!.. Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος.

ΚΡΕΟΥΣΑ Γέρο, που του πατέρα μου ήσουν' παιδαγωγός του Ερεχθέως μια φορά, που ήταν στο φως ακόμα, σύρε στον τόπο του θεού που δίνει τους χρησμούς του, να πάρης ευχαρίστησι και συ μαζύ μ' εμένα, αν τύχη και ο βασιληάς Λοξίας αποκρίθη με το χρησμό του, πως παιδιού μητέρα θα γενώ.

Εσηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύσι, ξαναήπια νερό, ύστερα 'μβαίνω στην εκκλησιά, και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο προσκυνητάρι που καθότανε. Επήγα κοντά, τον έσεισα, κι' άνοιξε τα μάτια. — Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. Τώρα εγώ λιανονυστάζω. Σύρε έξω στη βρύσι να πάρης τον αέρα σου. — Πάμε στην Εύρεσι, του λέω! — Στην Εύρεσι;...τι Εύρεσι;

Έτσι είπε, και της τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. 395 Σαν ένιωσε όμως της θεάς τ' αχτιδοβόλα μάτια. τα χαριτόμορφα λαιμά, τα στήθια που μαγέβουν, σκιάχτηκε τότες κι' άνοιξε τα χείλια ναν της κρίνει «Καλότυχη, τι θες μ' αφτά το νου να μου πλανέσεις; Μη θες πιο πέρα να με πας σε κάμια πλούσια χώρα, 400 στη Μαιονιά είτε στη Φρυγιά με τα πολλά τ' αμπέλια, αν έχεις κάνα νιο κι' εκεί ακριβαγαπημένο; Πώς τάχα τώρα νίκησε τον Πάρη ο γιος τ' Ατρέα και θέλει πίσω σπίτι του την έρμα να με πάρει, τώρα γι' αφτό μού κόπιασες με τα πλανέματά σου; 405 Σύρε σιμά του κάθησε και τους θεούς παραίτα, κι' ας μη σε παν τα πόδια σου στον Έλυμπο πια πίσω, Μον πάντα τυραγνιού μ' αφτόν και βλέπε τον στα μάτια ως που ή γυναίκα ή σκλάβα του στο τέλος να σε κάνει.

Κι' εκείνοι οι διο δεν ξέφυγαν το μάτι του βροντολάλητου Διός σαν πρόβαλαν στον κάμπο, Μον είδε και συμπόνεσε το γέρο ο γιος του Κρόνου, κι' αμέσως είπε στον Ερμή το γιο του εκεί μπροστά του «Ερμή, π' απ' όλους πιο πολύ σούναι χαρά σου εσένα 335 χωριό να κάνεις με θνητούς και συνακούς σαν κράζουν, έλα να πας, κι' ως τα γοργά τον Πρίαμο καράβια σύρε τον έτσι, π' Αχαιός να μην τον δει πριν άλλος, να μην τον νιώσει καν κανείς, πριν φτάσει ως στ' Αχιλέα

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν