United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Τόρα όμως δεν εθύμωσε. Ούτε το σκευρωμένο κορμί του ορθώθηκε Ποσειδώνιο και αλύγιστο, ούτε το πρόσωπό του εσυγνέφιασε σαν μαρτιάτικος ουρανός, ούτε τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα. Έμεινεν ήσυχος εκεί που εκαθόταν και μόνον τη σακκορράφα επαραίτησε μισοπερασμένη στο πανί κ' εστύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με αόριστο χαμόγελο στα χείλη.

Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. ΒΕΡΑΘα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ. ΦΛΕΡΗΣΈσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου; ΒΕΡΑΑν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε.

Σιγά, σιγά, σιωπηλά 'Στό πλάγι μου σιμόνει, Με πιάνει με το χέρι του, Το 'σάν τη πέτρα κρύο. Σηκόνονται αι τρίχες μου, Τα πόδια μου τα δύο Τρέμουνε, και το αίμα μου 'Σταίς φλέβες μου παγόνει. Το κύτταξα, το κύτταξα 'Στό πρόσωπο, 'ς το σώμα, Και μια τρέμουλα φρικερή Με πιάνει, κ' ένας τρόμος, Γιατί, γιατί το γνώρισα Το φάντασμα, αλλ' όμως Ακόμα λόγο 'δίσταζα Να 'βγάλω 'πό το στόμα.

Έτσι ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη φωλιά.

Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο.

Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου. Κι αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει... κάποια συλλογή... η πρωινή νύστα,... το ξημέρωμα... ξέρω κ' εγώ... το τραγούδι σου...

Έκαμε δυο βήματα μέσα· στάθηκε πάλε, ξαναπροσκύνησε ταπεινότερα. Έπειτα σα να τον έσπρωξε κανείς ήρθε γοργά, γονάτισε μπροστά στο σοφά και φίλησε το χέρι του Χαγάνου. Εκείνος ορθοκάθισε αμίλητος και φοβερός. Όλη η περηφάνεια κ' η ξυππασιά της φυλής του ζωγραφήθηκαν στο πρόσωπό του. Η ταπεινοσύνη του Θεομίσητου του άρεσε πολύ. — Σήκω, Πέτρο· του είπε με χαμόγελο.

Τα υπόλοιπα μπερδεύονταν στη μνήμη της: ώρες και μέρες αγωνίας και μυστηριώδους τρόμου όπως όταν έχει κανείς υψηλό πυρετό…. Ξανάβλεπε μόνο το χλωμό και συσταλμένο πρόσωπο του Έφις που έσκυβε για να κοιτάξει καταγής σαν να έψαχνε κάτι χαμένο. « Κυράδες μου, σιωπή, σιωπή!», μουρμούριζε, αλλά ο ίδιος έτρεχε εδώ κι εκεί στο χωριό και ρωτούσε σε όλους εάν είχαν δει τη Λία και έσκυβε να κοιτάξει μέσα στα πηγάδια και κατασκόπευε στις ερημιές.