United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΦΗΛΙΑ Μ' έπιασε απ' τον αρμόν και, όπως σφικτά μ' εκράτει, 'ς το μάκρος του βραχίονός του οπίσω κλίνει, και με την άλλην του παλάμην, έτσι , επάνωτα φρύδια του, να ιδή το πρόσωπό μου εβάλθη ως να 'χε να το ζωγραφίση· καιτην στάσιν αυτήν μένει πολληώρα· τέλος, αφού πρώτα μου τίναξ' ελαφρά το χέρι και άνω κάτω εκούνησ', έτσι, τρεις φοραίς την κεφαλήν του, έσυρε από τα βάθη στεναγμόν του πόνου, 'πού 'θελε ειπής πως θα του ανοίξη όλο το σώμα, αυτού να ξεψυχήση· κ' ύστερα μ' αφίνει, και με την κεφαλήν στριμμένην προς τους ώμους τον δρόμον του εύρισκε χωρίς τους οφθαλμούς του, ότι χωρίς να τον βοηθούν εβγήκεν έξω, και ως το τέλοςεμέ προσήλονε το φως τους.

Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.

Και η στολή του φαρφουρένιο ανθογιάλι μοιάζει μέσα στα πλούσια σωθέματα της σάλας. Κύττα κορμί, κύττα στολή, κύττα δόξα!... Λάμπει στο χρυσάφι και στ' ασήμι ο σπαθάτος της, ο σπιρουνάτος της. Έλα.... έλα!... έλα!... Η Ασημίνα δεν κρατήθηκε περισσότερο. Ένας ένας οι συλλογισμοί καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό της. Και το πρόσωπό της ήταν λαμπρό σύγκαιρα και πονεμένο.

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.

Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού και καμάρι της θάλασσας.

Αυτού να καταντήση! Απεθαμένος μόλις από δυο μήναις· ουδέ τόσο, ουδέ καν δύο. Τι εξαίσιος βασιλέας! Υπερίων ήταν και τούτος έμπροσθέν του Σάτυρος· ω πόσο τρυφερήν είχε αγάπην της μητρός μου! μήτε άνεμοι τ' ουρανού θα υπόφερνε να πνέουν σκληράτο πρόσωπό της!

Έναςτον άλλο επάνω Λαχομανούν, αφρίζουνε.. 'Σ τη μεσινή τη θύρα Σε λίγο τρίζει το σχοινί... Αλλαλαγμός, κατάραις... Σπαράζει τάγιο λείψανο... Ταχόρταγα τα όρνεια Ολόγυρά του σφίγγονται... Του ξέσχιζαν τα ράσα... ξεγύμνωσαν τα στήθια του κ' εφάνηκετον ήλιο Απόκρυφη λαβωματιά... Πλευρόνουν την κρεμάλα Γρηαίς αρκουδογύφτισαις και με τα δοκανίκια Του δέρνουνε το πρόσωπο... Πλακώσαν κ' οι Εβραίοι Και ξεκρεμάσαν το νεκρό... Αρπάζουν την τριχιά του, Δαιμονισμένοι τρέχουνε... Οπίσωθε αλυχτούσαν Χιλιάδαις σκύλοι νηστηκοί... Εφτάσαντακρογιάλι... 'Σ του Πατριάρχη το λαιμό, δένουν σφιχτά μια πέτρα Και μ' ένα ρυάσιμο βραχνό που τάκουσαν οι τάφοι Και τα παιδιά μεςτην κοιλιά, 'ς τα χέρια τόνε πέρνουν Και τον πετούντην θάλασσα.,. Νυχτόνει... ο πεθαμμένος Προβαίνειτην αστροφεγγιά... Σιωπηλά ταγέρι Φυσσά μεςτάσπρα του μαλλιά... Το λείψανο αρμενίζει.

Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχκαι πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.

Και τέλος η επίσημη βυζαντινή μορφή του Χριστού ορίστηκε κατά την ιδέα της ανθρώπινης ματαιότηταςπρόσωπο αυγουλό, κοντά κι ανάργια γένεια, μαλλιά μακριά χωρισμένα στη μέση, φυσιογνωμία σοβαρή και μελαχολικιά. Αυτή είναι περίπου η μορφή που ακολουθάει ως τα σήμερα η εκκλησιαστική μας η τέχνη.

Ο ντον Πρέντου άνοιξε τα χοντρά του χείλη για να γελάσει και να πει μια από τις συνηθισμένες του χοντράδες, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα επάνω στην γριά που έτρεμε, κοίταξε το κολιέ και τα σκουλαρίκια που ταλαντεύονταν, και άγγιξε κι εκείνος την χρυσή του καδένα και το πρόσωπό του συννέφιασε, όπως εκείνο το βράδυ που είδε να τρέμει ο ώμος του ανιψιού του.