United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παστόν χοιρινόν κρέας, το οποίον είχα φάγει το πρωί εις την καλύβην, και τα παξιμάδια μου τα καταβροχθισθέντα καθ' οδόν, ήσαν αυτά καθ' εαυτά ικανά προς ανάπτυξιν δίψης, μου την εξηρέθισαν δ' έτι μάλλον ο μακρός δρόμος και ο ήλιος, όστις δεν είχεν εισέτι κρυβή όπισθεν των απέναντι βουνών. Αντείχα εισέτι εις τον κάματον, αλλ' η δίψα μ' εβασάνιζεν.

Τούτο γνωρίζοντες οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εμέτρουν μετά φειδωλίας εις τους βασιλείς των τον άρτον, το κρέας, τα στρώματα της κλίνης και του ύπνου των τας ώρας, υποβάλλοντες αυτούς, ίνα μένωσι κατάλληλοι να βασιλεύωσιν, εις την αυτήν περίπου δίαιταν, εις ην και οι Άγγλοι τους Ιπποδρομικούς των ίππους.

Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».

Τι ήταν του Ομήρου οι ήρωες μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες που μάχονταν: αγκώνας με στήθος, νύχι με μάγουλο, δόντι με κρέας, κλωτσιά με κοιλιά!

Εις εκείνο το αναμεταξύ έφθασαν οι αετοί εις τον λάκκον, και καθένας έλαβεν ένα κομμάτι κρέας από όσα ήσαν εκεί και ένας από τους μεγαλυτέρους με εσήκωσε μαζί με το κομμάτι το κρέας και με έφερεν εις την φωλεάν του. Οι κυνηγοί εκείνοι έδραμον και με τας φωνάς των εφόβισαν τους αετούς, και έφυγαν.

Και αυταί μεν είναι κτηνώδεις, άλλαι δε επέρχονται εις μερικούς από ασθενείας και από μανίαν, καθώς εκείνος που εθυσίασε την μητέρα του και έφαγε το κρέας της, και ο άλλος που έφαγε το κρέας του ομοδούλου. Από αυτάς δε που προέρχονται από νοσήματα ή από συνήθειαν είναι λόγου χάριν το μάδημα των τριχών και το φάγωμα των ονύχων, ακόμη δε και ανθράκων και χώματος, και ακόμη η αρσενοκοιτία.

Και ήρχισε να τρώγη, εν ώ οι δυο σύζυγοι μη έχοντες άλλο τι έφαγον άρτον και τυρίον απλούν, διότι εν τη φιλαργυρία του ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν είχε προμηθευθή ολίγον κρέας διά να κάμουν σούπαν.

Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, 'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης ψωμί, κ' εγώτα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. τα ισόπλευρα καράβια μουτου Αιγύπτου το ποτάμι έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων σιμάτα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, και πρόσκοποι ν' αποσταλούνταις κορυφαίς τριγύρω. 430 κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. κ' ευθύς επήγε τ' άκουσματην πόλι τους, κ' εκείνοι, άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, κ' εμέτην Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».

Τότε, στο βάθος του αγρίου δάσους, άρχισε για τους φυγάδες η τραχειά ζωή, — αγαπημένη μολαταύτα. Στο βάθος του αγρίου δάσους, με μεγάλους μόχθους, σαν κυνηγημένα ζώα, γυρίζουν δω κ' εκεί, και σπάνια τολμούν να ξαναπάνε το βράδυ στο άσυλο της προηγουμένης. Τρώνε όλο κρέας των αγριμιών και πιθυμούν τη γεύσι τ' αλατιού.

Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μίαν χείρα εγύριζε την σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι' ης ανεκάτωνε κ' ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα. Ήλθε και ο γέρο-Σιγουράντσας αυτόκλητος βοηθός, διά να γυρίζη την άλλην σούβλαν.