United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ, ποτέ δεν θα μου φθάσουν, γυναίκες, θυγατέρες σας, παρθένοι, 'πανδρευμέναι, το βάραθρον των πόθων μου να μου το 'ξεχειλίσουν, κι' ούτε ποτέ θ' αντισταθή φραγμόςτην όρεξίν μου! παρ' ένας τέτοιος βασιλεύς καλλίτερα ο Μάκβεθ! ΜΑΚΔΩΦ Κι η άκρατη ασέλγεια μια τυραννία είναι. Συνέβη εξ αιτίας της και βασιλείς να πέσουν και πρόωρα να κενωθούν ευτυχισμένοι θρόνοι.

Η Γερακούλα και η γειτόνισσα συνομιλούσαι έμενον ολίγον όπισθεν. Αι τέσσαρες θυγατέρες η μία κατόπιν της άλλης προέβαινον έχουσαι σκεπασμένην την ξανθήν κόμην των, ίν' αποφύγωσι πρωινήν δρόσον. — Ελπίζεις, χριστιανή μ, λέγει αίφνης η γειτόνισσα σταματήσασα, ελπίζεις να πανδρεύσης τέσσερες θυγατέρες; Εγώ μία την έχω, και απελπίσθηκα πλεια.

Πάραυτα από μυστικού πόθου κινούμεναι αι δύο θυγατέρες της θειά- Ζωίτσας, ανήλθον μετά προσοχής βαίνουσαι επί των λείων και ολισθηρών κλάδων του δένδρου συνηθισμέναι, διότι ανέβαινον και εσύναζον τα κάρυα.

Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη, που δώδεκα έχασε παιδιάκι' όχι έναστο πυργί της, νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη. Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι, 605 τι θύμωσε της μάννας τουςκι' η Άρτεμη τις κόρεςτι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.

Σωκράτης Μπα, τόσον επιτηδειότεραι εις την τέχνην των λόγων λέγεις ότι είναι αι νύμφαι, αι θυγατέρες του Αχελώου και ο Παν ο υιός του Ερμού, από τον Λυσίαν τον υιόν του Κεφάλου; ή απατώμαι, και ο Λυσίας αρχίζων τον ερωτικόν λόγον του μας ηνάγκασε να εννοήσωμεν τον έρωτα, ότι είναι έν τι εκ των όντων, το οποίον αυτός ηθέλησε και συμφώνως με τον ορισμόν τούτον πλέον συνέταξε κ' ετελείωσεν όλον τον κατόπιν λόγον; θέλεις πάλιν ν' αναγνώσωμεν την αρχήν αυτού;

Ετελείωνον οι κόσσυφοι και ήρχιζεν η αηδών. — Να! χορεύουν τη καμάρα, επετάχθη πρώτη η γραία, ενωτισθείσα του ωραίου άσματος, το οποίον τοσάκις είχε τραγουδήσει εις τα νειάτα της. Αι δύο θυγατέρες ακροασθείσαι και αυταί ηγέρθησαν ως να επρόκειτο να λάβωσι μέρος εις τον χορόν. Άγνωστος δύναμις τας είχεν εξεγείρει αίφνης, ως όταν ανατινάσσεταί τις εις τον ύπνον του.

Ο Σταυρός. — Οι δύο Κακούργοι. — Εις Γολγοθάν. — Θυγατέρες Ιερουσαλήμ! — «Πάτερ άφες αυτοίς», — Αγωνία της Σταυρώσεως. — Ο Τίτλος επί του Σταυρού. — Η λύσσα των Ιουδαίων. — «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου» — Ο Μετανοών Ληστής. — Αι γυναίκες από της Γαλιλαίας. — «Γύναι, ιδού ο Υιός Σου» — Το μεσημβριανόν σκότος. — «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» — «Διψώ». — Όξος πιείν. — «Εις χείρας Σου». — Τετέλεσται. — Ο Εκατόνταρχος. — Τι κατώρθωσεν ο Σταυρός του Χριστού. — Αίμα και ύδωρ.

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά. — Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!

Έτυπτον τα στήθη των, και έπληττον τον αέρα με τους θρήνους των, εωσότου ο Ιησούς Αυτός κατεσίγασε τας οξείας κραυγάς των διά λόγων πανδήμου νουθεσίας. Στραφείς προς αυτάς, είπε, «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' Εμοί, κλαίετε δε μάλλον εφ' εαυταίς και επί τοις τέκνοις υμών. Ότι ιδού, ημέραι έρχονται εν αις ερούσι, Μακάριαι αι στείραι και γαστέρες αι ουκ έτεκον, και μαζοί οι ουκ εθήλασαν.

Μηγάρ πατέρα εγώ 'χω πια ή τη γλυκιά μου μάννα; Τι τον πατέρα ο θεϊκός μού σκότωσε Αχιλέας, κι' έκαψε και των Κιλικών τη μυριοπλούσια χώρα, 415 τη Θήβα την τρανόπορτη· και σφάζοντάς τον όμως δεν τον ξαρμάτωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον σαν τον έκαψε μαζί με τα χρυσά άρματά του, τούχτισε μνήμα, και φτελιές του φύτεψαν τριγύρω καλές νεράιδες του βουνού, του Δία θυγατέρες. 420 Κι' εφτά μου αδέρφια π' άφισα στον πατρικό μας πύργο, μες σε μια μέρα κι' οι εφτά κατέβηκαν στον Άδη, τι ενώ βοσκούσαν τ' άσπρα αρνιά και τραχηλάτα βόδια όξω στο λόγγο, του Πηλιά ο γιος τους έσφαξε όλους.